Ντόροθυ Πάρκερ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
μετάφραση:
Ασημίνα Λαμπράκου
ΝΤΟΡΟΘΥ ΠΑΡΚΕΡ
Ποιήματα
Μετάφραση: Ασημίνα Λαμπράκου
Επιμέλεια μετάφρασης: Εύα Δίου
τα ποιήματα: Α ΡαίτΙγ 5αά ΤαΙθ και Ωίΐ6ΐπηΐ3
επιμελήθηκε ο Γιώργος Τσακνιάς
Ι3ΒΝ: 978-960-93-9534-2
© Οοργπς)ίτΙ για την ελληνική γλώσσα
Ασημίνα Λαμπράκου
3ΐ3ΐπάΓ3Κου@9™3ίΙ· εοιτ|
Ανανεωμένη κι επαυξημένη
ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΟΚΤΩΒΡΗΣ 2017
ίςο) ®@©1
Ντόροθυ Πάρκερ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Μετάφραση: Ασημίνα Λαμττράκου
αυτή η μετάφραση στον Αντρέα
τα ποιήματα:
Κθίηγ ΝίφΙ και Τήβ Κβά Ωγθ38
ξεχωριστά
στους Θ. Β. Λ. και Μ. Β.
Πρόλογος
από τον ν/ίΙΙίβπι ΒοπιβΓεβΙ Μβυς/^βιν
[■■■]
Στις δικές της ιστορίες, η Ντόροθι Πάρκερ, έχει μια αίσθηση
φόρμας που στις μέρες αυτές, στο παλιομοδίτικο μυαλό μου, είναι
εξαιρετικά παράξενη. Είτε πρόκειται για ένα σκετς ή μια ιστορία,
ξέρει ακριβώς που να αρχίσει και που να τελειώσει και όταν θα το έχεις
διαβάσει, δεν θα έχεις καμιά ερώτηση να κάνεις (Τι συνέβη έπειτα; Γιατί
αυτός το έκανε αυτό;), διότι σου έχει πει όλα που χρειάζεται να ξέρεις.
Έχει ένα καθαρό μυαλό και δεν αφήνει χαλαρούς επιλόγους. Έχει ένα
υπέροχα λεπτό αφτί για τον ανθρώπινο λόγο και με μερικές λέξεις
διαλόγου, επιλεγμένες ίσως σκεφτείς, τυχαία, θα σου δώσει έναν
ολοκληρωμένο χαρακτήρα σε όλη την πιθανή αληθοφάνειά του. Το
στυλ της είναι άνετο, δίχως να είναι αφρόντιστο και καλλιεργημένο
χωρίς επιτήδευση. Είναι ένα τέλειο όργανο για να φανερωθεί το
πολυδιάστατο χιούμορ της, η ειρωνεία, ο σαρκασμός, η τρυφερότητα,
το πάθος της. Πιθανόν εκείνο που δίνει στο γράψιμό της την ασυνήθιστη
δεξαμενή του, είναι το χάρισμά της βλέποντας κάτι να ειρωνεύεται τις
πιο πικρές τραγωδίες του ανθρώπινου ζώου. Είναι μια αλήθεια
αφανισμένη που έχει ανακαλύψει, και κάτι σωτήριο: πως υπάρχει κάτι
ακαταμάχητα αστείο στους πιο ειλικρινείς μας πόνους.
[...]
Οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται συχνά πόσο μεγάλη τύχη απαιτείται
για να γραφεί μια καλή ιστορία. Ένα σωρό πράγματα πρέπει να πάνε
καλά. Η θεόσταλτη ιδέα περιμένει στη γωνία του δρόμου, αλλά πρέπει
να τύχει να περάσεις από εκεί και να την μαζέψεις από κάτω-
είναι μόνο μια ξαφνική τύχη να συναντήσεις τυχαία τα άτομα που θα
«εισηγηθούν» τους χαρακτήρες που χρειάζεσαι: πρέπει να είσαι στην
κατάλληλη διάθεση- χρόνος και τόπος πρέπει να είναι ευνοϊκοί. Δεν
υπάρχει
9
αμφιβολία πως λίγες καλές ιστορίες γράφτηκαν- υπάρχει μόνο κάποια
αμφιβολία στο ότι είναι πολλές. Στο «Βίρ ΒΙοπάο» (1) η Ντόροθι Πάρκερ
είχε την τύχη με το μέρος της.
[...]
Καμιά επιφύλαξη δεν θα μπορούσε να υπάρχει όσον αφορά τον έμ¬
μετρο λόγο της. Όμως η στιχουργική είναι ένα θέμα για το οποίο δεν
μπορώ να υποκριθώ πως μιλάω με οποιαδήποτε αυθεντία ή οτιδήποτε.
Δεν έχω ποτέ γράψει- δεν έχω ποτέ καταλάβει τα μυστήρια της προ¬
σωδίας, και δεν έχω ποτέ ούτε καν δει ένα λεξικό ομοιοκαταληξίας, το
οποίο αντιλαμβάνομαι είναι τόσο πολύτιμο στους ποιητές όσο η Ροζέτα
του Θησαυρού σε εμάς τους μικρούς εκκολαπτόμενους. (2 > Είναι κρίμα,
διότι έχω μια γνώμη πως ο στίχος της Ντόροθι Πάρκερ, έχει μια τεχνική
τελειότητα και μπορώ να μιλώ γι αυτήν μόνο σαν ένας ικανοποιημένος
αναγνώστης. (Είναι αλήθεια πως μεγάλοι ποιητές έχουν ομόφωνα συμ¬
φωνήσει πως η ποίηση είναι για απόλαυση, παρότι δε θα σκεφτόσουν
έτσι αν διαβάσεις ορισμένους κριτικούς και, ακόμη περισσότερο, ορι¬
σμένους μοντέρνους ποιητές.) Αλλά, αυτό και γνωρίζω, πως η Ντόροθι
Πάρκερ έχει μια όμορφη σαφήνεια -δε θα χρειαστείς ποτέ να ταλαιπω¬
ρήσεις τον εγκέφαλό σου να αναρωτηθείς, τώρα τι στο διάολο σημαίνει
αυτό;- και έχει εκείνο το μεγάλο δώρο της φύσης, ένα τέλειο αυτί.
Η ευστοχία της στιχουργικής της είναι μαγική. Σε πάρα πολλά ποιήματα
έχεις την αίσθηση πως ο στίχος είναι εκεί, όχι γιατί είναι απαραίτητο στο
νόημα ή προσθέτει στο συναίσθημα που ο στίχος επιδιώκει να δημι¬
ουργήσει, αλλά γιατί χρειαζόταν μια ρίμα. Με την Ντόροθι Πάρκερ ποτέ.
Οι ρίμες της είναι τόσο αναπόφευκτες όσο συχνά είναι απρόσμενες.
Θα μου άρεσε να δώσω παραδείγματα για να αποδείξω την αλήθεια
όσων λέω, αλλά θα ήμουν ανόητος να αναφερθώ εφόσον οι σελίδες
που ακολουθούν αυτήν την πραγματεία, είναι εκεί για τον αναγνώστη
να διαβάσει. Θαυμαστά όσο και οι ιστορίες της Ντόροθι Πάρκερ θεωρώ
πως είναι και τα ποιήματά της όπου φανερώνει την πεμπτουσία του
ταλέντου της.
Όπως ο Ηθίηο (3) έφτιαξε μικρά τραγούδια (προερχόμενα) από τις με¬
γάλες θλίψεις της- τα οποία, εμείς, άκαρδοι αναγνώστες, ξεπερνούμε με
10
σθένος, γιατί δεν έχουν αποσπασθεί από εκείνη την ίδια αυτά τα ζωηρά,
τραγικά ποιήματα; Και πόσο φρέσκα και ποικίλα είναι! Αν και όμορφα
εξευγενισμένα, έχουν έναν αέρα αυθορμητισμού και κανένας δεν μπο¬
ρεί να ξέρει καλύτερα από έναν συγγραφέα τι υπομονετική φιλοπονία
είναι απαραίτητη για να αποκτήσεις αυτήν την ποιότητα. Αντανακλούν
την προσωπικότητά της στην πολύμορφη πληρότητα και τι, σας ερωτώ,
μπορεί ένας καλλιτέχνης να σου δώσει περισσότερο ή καλύτερο από
τον εαυτό του; Ποτέ δεν θα κουραστώ να διατείνομαι πως είναι του
καλλιτέχνη η προσωπικότητα, κι αυτό μόνο, που δίνει στο έργο τέχνης
την δική του ταυτότητα σε διάρκεια. Σε λίγες σύντομες τέλειες γραμμές
παρουσιάζει τον εαυτό της σε σένα, για να πάρει ή να αφήσει, με τον
πόνο της, το γέλιο, την τρυφερότητα, την δική της αίσθηση για ομορφιά,
τη δική της βλάσφημη γλώσσα και τη δική της κοινή λογική.
Τώρα που έρχομαι να συλλογιστώ αυτές τις συμπάθειες και τις κλίσεις
που της έχω αποδώσει, σκέφτομαι πως όλοι εμείς, με εξαίρεση τους
επισκόπους και τους πρεσβύτερους πολιτικούς, τις κατέχουμε- αλλά,
εκείνη τις κατέχει σε υψηλότερη, πιο συγκεντρωμένη μορφή, έτσι που
όταν διαβάζεις περίπου κάθε ένα από τα στιχουργήματά της, μοιάζει να
την βλέπεις σαν μέσα από λάθος άκρη ενός τέλεια εστιασμένου τηλε¬
σκόπιου. Είναι μεγάλο δώρο να μπορείς να κάνεις τόσα πολλά σε τόσο
μικρό έκταση, (σ.σ. εννοεί την έκταση που αναπτύσσεται ένα ποίημα)
Εν τούτοις λυρική η διάθεσή της, και όταν θέλει μπορεί να είναι τόσο λυ¬
ρική όσο ο ΗθγποΙτ και ο ίαηάοτ (4) στα δικά τους γοητευτικά σπουδαία,
η από αέρος πτήση της είναι αγκυροβολημένη σε αυτόν τον εκκρεμή
κόσμο ( η φράση είναι του ΜίΙΙοη (5) ) με την χρυσή αλυσίδα της κοι¬
νής λογικής. Πιστεύω πως είναι ο δικός της κοινός νους που δίνει στα
ποιήματά της τη μοναδική και χαρακτηριστική τους νοστιμάδα, και τι
άλλο είναι παρά η κοινή λογική που καθιστά αυτή την αβέβαιη, άτοπη,
δριμεία, και προσωρινή ζωή όχι μόνον υποφερτή αλλά διασκεδαστική;
Απόσπασμα από το: ΥΑΚΙΑΤΙΟΝδ ΟΝ ΑΤΗΕΜΕ(*)
11
Σημειώσεις
(1) Βί9 ΒΙοπάβ: τίτλος νουβέλας της με την οποία κέρδισε το βραβείο Ο’ Ηθητγ
το 1929
(2) Ιθ55θΓ ίτγ: ασήμαντος γόνος ή ασήμαντο μικρό ψάρι/άτομο κλπ, μικρός
εκκολαπτόμενος
|3) Ηβϊηθ : αναφορά στον γερμανό ποιητή Ηθίπτίοίτ Ηθίπσ
( 4 ) Κο&βτί ΗθγγιοΚ: άγγλος κληρικός και λυρικός ποιητής του 17 ου αιώνα
(4) ν\/3ΐΙθΓ 53ν39ε Ι_3 ποΙογ: άγγλος ποιητής και συγγραφέας του 18 ου -19 ου αιώνα
(5) ϋοΙιη ΜίΚοη: άγγλος ποιητής του 17 ου αιώνα, πολεμιστής, άνθρωπος γραμ¬
μάτων και δημόσιος υπάλληλος της Κοινοπολιτείας της Αγγλίας υπό τον ΟΙίνθτ
ΟτοΓπννθΙΙ. Έγραψε σε μια εποχή θρησκευτικής ροής και πολιτικής αναταραχής
και είναι γνωστό για το επικό ποίημά του Ρ3Γ3άί5θ Ι_05ί (1667), γραμμένο σε
ελεύθερο στίχο το γνωστό ιαμβικό πεντάμετρο, όΙβηΚ τίτγπιο, του 16 ου αιώνα.
(*)ν3Π3ΐϊοη5 Οη Α ΤΗθτηβ όγ \Λ/ΜΙ Ϊ3τη 5 οιτιθγ5θΙ Μ3υ9ΐτ3ΓΤΐ: ολόκληρο το
κείμενο δημοσιευμένο στο β-περιοδικό 5ί3χ(θβ
Μίρ://3ίθχίβ5. οοηη/2003/?ρ=11560
12
Ββεαιιχβ γοιίΓ βγβα ανβ $1αηί αηά Λ’/ονν,
Ββεαιΐ8β νοιιΐ' Ιιαίΐ' $\νββί ίο ΙοιιαΙι,
Μν Ηβαη ί$ Ηί§Η α§αίη; Ιηιί οΗ,
I άοιιΒί ί/ίΗΐ$ ννίίΙ §βί ιηιιαίι.
Επειδή τα μάτια σου σχιστά είναι κι αργά,
Επειδή ευχάριστα ν’ αγγιχτούν είναι τα μαλλιά,
Κεφάτη είναι η καρδιά μου πάλι ■ μα ω,
Αμφιβάλω αν μου φέρει πολλά αυτό.
Πόνε 8οη§
Μγ οννη άο&Γ Ιονε, Ιιε ί$ 8 ϊγοπ§ αηά βοΐά
Αηά Ιιε ε&Γεδ ηοί ννΐιαί εοιηεδ αΓίετ.
Ηΐδ \νοιάδ πη§ δννεεί αδ α εΐιίηιε οί §ο1ά,
Αηά Ιιίδ εγεδ αΓο Ιϊί ννϊίΐι 1αη§1ιίεΓ.
Ηε ϊδ ]ηβϊ1αηί αδ & ΰα§ ηηϋηίεά —
Οΐι, α §Μ, δΐιε’ά ηοΐ ΐθΓ§εί Ιιϊηι.
Μγ οννη άεαΓ Ιονε, Ιιε ίδ αΐΐ ιηγ ννοιίά —
Αηά I ννϊδϊι Ι’ά ηενεΓ ιηεί Ιιϊηι.
Μγ Ιονε, Ιιε’δ ιηαά, αηά ιηγ Ιονε, Ιιε’δ Πεεί,
Αηά α ννϊΐά γοηη§ ννοοά-ί1ιϊη£ άοΓε Ιιϊηι!
ΤΗε νναγδ &Γε £αΪΓ ίο Ιιίδ Γοαηιϊη§ ίεεί,
Αηά ΐΗε δ1<ίεδ αΓο δηηΐϊί ϊογ Ιιϊηι.
Αδ δΙι&ΓρΙγ δννεεί ίο ηιγ Ηεειτί Ιιε δεεηΐδ
Αδ ίΗε βη§Γ&ηεε οΓ ειεειεϊει.
Μγ οννη άεαΓ Ιονε, Ιιε ίδ αΐΐ ιηγ άΓεαηΐδ —
Αηά I ννϊδϊι Ιιε ννεΓε ϊη Αδϊα.
Μγ Ιονε ηιηδ άγ 1Π<ε α άαγ ϊη .Ιυηε,
Αηά Ιιε πιαίνεδ ηο ίχϊεηάδ οΓδΟΓΓοννδ.
Ηε’11 ίΓεαά Ιιίδ §α11ορϊη§ π§αάοοη
Ιη ίΗε ραΐΗνναγ οΓ ίΗε Γηοιτοννδ.
Ηε’11 Ιϊνε Ιιίδ άαγδ ννΙιεΓε ίϊιε δυηάεαηΐδ 8ίατί
Νογ εοηΐά δίοηη ογ ννϊηά ηρΓΟΟί ϊιϊιη.
Μγ οννη άεαΓ Ιονε, Ιιε ίδ α11 ιηγ Πεειτί —
Αηά I ννϊδϊι δοηιεάοάγ’ά δάοοί ϊιϊιη.
16
Τραγούδι αγάπης
Ο έρωτάς μου ο αγαπημένος, είναι τολμηρός και δυνατός
Και δε νοιάζεται για ό,τι έρχεται μετά.
Των λόγων του ο ήχος, όπως από χρυσές καμπάνες είναι γλυκός,
Και φωτίζεται από γέλιο η δική του η ματιά.
Πανηγυρίζει σαν σημαία ξεδιπλωμένος ~
Ω, ένα κορίτσι δεν θα τον λησμονήσει.
Είναι ο κόσμος μου όλος, ο έρωτάς μου ο αγαπημένος --
Κι αχ! μακάρι ποτέ να μην τον είχα συναντήσει!
Ο αγαπημένος μου είναι τρελός, κι ο αγαπημένος μου είναι ταχύς,
Και τον γέννησε μια άγρια νύμφη νεαρή!
Οι τρόποι του είναι έντιμοι στα φτερωτά του πόδια,
Κι ηλιόλουστοι είναι γι αυτόν οι ουρανοί.
Τόσο άγρια γλυκός φαίνεται στην καρδιά μου
Όσο το άρωμα από ακακία.
Ο δικός μου αγαπημένος έρωτας, είναι όλα τα όνειρά μου --
Κι αχ! μακάρι να ήταν στην Ασία.
Ο έρωτάς μου σαν ημέρα του Ιούνη περνά,
Και δεν κάνει φίλους των καημών.
Στου ζωηρού χορού τον καλπασμό θα περπατά
Το μονοπάτι των επομένων ημερών.
Εκεί που οι ηλιαχτίδες ξεκινούν τις μέρες του θα ζήσει
Μηδέ από καταιγίδα ή άνεμο θα μπορούσε να ξεριζωθεί.
Ο δικός μου αγαπημένος έρωτας, είναι η καρδιά μου όλη --
Κι εύχομαι από κάποιον νάχε πυροβοληθεί.
17
Οηε Ρει-Γεεί Κοδε
Α δϊη§1ε ήο\ν’Γ Ιιε δεηί ηιε, δίηεε \νε ιηεί.
Α11 ίεηάεήγ Ηίδ ηιεδδεη§εΓ Ιιε εΗοδε;
Οεερ-Ηε&Γίεά, ριίΓΟ, \νϊί1ι δεεηίεά ίΐενν δίϊΐΐ \νεί -
Οηε ρεΓίεεΐ ΓΟδε.
11αιε\ν ΐΐιε 1αη§ηα§ε οΓ Ιΐιε ήοννεΓεί;
ς Μγ β*α§ϊ1ε Ιεανεδ,’ ΐί δ&ίά, ς 1ιίδ Ιιε&Γί εηεΐοδε.’
ίονε 1οη§ Ιηΐδ ίαΐεεη ίοΓ Μδ απιηίεί
Οηε ρεΓίεεΐ ΓΟδε.
\ΥΗγ ϊδ ΐί ηο οηε ενεΓ δεηί ιηε γεί
Οηε ρεΓίεεΐ Ιίηιοηδϊηε, άο γοη δηρροδε?
ΑΗ ηο, ΐί’δ &1\νηγδ (υδΐ ηιγ 1ιιε1< ίο §εί
Οηε ρεΓίεεΐ τοδε.
18
Ένα τέλειο ρόδο
Από τη στιγμή που γνωριστήκαμε, ένα μου έστειλε
λουλούδι απλό.
Τον αγγελιοφόρο του διάλεξε προσεκτικά-
Ένα τριαντάφυλλο τέλειο, αγνό-
Βαθύκαρδο, υγρό, βρεγμένο ακόμη από δροσιά.
Του μικρού λουλουδιού ήξερα τη λαλιά-
«Τα εύθραυστα φύλλα», έλεγε, «κλείνουν τη δική του καρδιά»
Η αγάπη έχει πάρει από καιρό
Ένα ρόδο τέλειο, για δικό της φυλακτό.
Γιατί όμως κανείς, υποθέτεις, μου έστειλε σπανίως
Μια τέλεια λιμουζίνα; Α όχι!
Ένα τέλειο ρόδο να παίρνω αιωνίως
Η τύχη μου τόχει!
19
ϋϋειηιηα
ΙΓI ννεΓε ιηίΐύ, αικί I λνεΓε δννεεί,
Αικί Ιδιά ιηγ ΙιείΐΓΐ 5οΓογο γουΓ ίεεί
Αικί ίοο1< ιηγ ύεη*εδί ί5οη§5ίδ ίο γοα,
Αικί Ιι&ϊΐεεί γοκΓ ε&δγ Ιίεδ &δ ίηιε;
\¥ογο I ΐο ιηιιπηυΓ “Υεδ,” ηκΐ ίΐιεη
“Ηο\ν ίηιε, ιηγ άε&Γ,” Άηά “Υεδ,” &§ηη,
Αικί ννείκ ιηγ εγεδ (ϋδεΓεείΙγ (1ο\νη,
Αικί ίτεπΛΙε \ν5ίίε1γ αί γοκΓ ίτοννη,
Αικί 1<εερ ιηγ ν/οηΐδ ιιηςιιεδΐίοηίη»
Μγ Ιονε, γοα’ίΐ ηιη 1Π<ε ίΐηγΐΗίη§!
55οηΜ I 5ε ίϊηίΐ, 3ΐκ11 5ε ιη&ύ,
Αικί δΗίκε ιηγ ΙιεειτΙ \νίί5 ενεΓγ ΙίκΙ,
Βηί 5εαί ιηγ Ιιεαύ &§ηηδί ί5ε ϊΙοογ
Μ κιί ίίιηεδ γοη νναικΙεΓεά ρείδΐ ιηγ (Ιοογ;
λΥεΓε I ίο άοιώί, ηκΐ I ίο δηεεΓ,
Αικί δΗΐ'ίε1< “Ρίκεννεΐΐ!” ηκΐ δίίΐΐ 5ε 5εΓε,
Αικί 5ΓεαΡ γουΓ|'ογ, ηκΐ ςιιεηεΗ γοκΓ ίηΐδί-
I δ5οηΜ ηοί δεε γοη £ογ ί5ε άκδί!
20
Δίλημμα
Ήπια αν ήμουν, και γλυκιά,
Και την καρδιά μου των ποδιών σου έστρωνα ποδιά,
Και τις πιο φιλικές μου σκέψεις σε σένα οδηγούσα,
Και τ’ άνετά σου ψέματα γι’ αληθινά περνούσα-
“Ναι” αν επρόκειτο να ψιθυρίζω, και μετά
“Πόσο αλήθεια, αγαπητέ,” και “Ναι”, ξανά,
Και τη ματιά μου διακριτικά χαμηλά κρατούσα,
Κι ασπρουλιάρικα στη δυσαρέσκειά σου ριγούσα,
Κι αν φύλαγα τα λόγια μου κρυφά
Αγάπη μου, θα ’τρεχες μακριά!
Αδύναμη αν τύχαινε να είμαι και τρελή
Και την καρδιά μου να μοιράζω σε κάθε μουστερή
Αλλά στον τοίχο χτυπούσα το κεφάλι
Όποτε εσύ έφευγες πάλι και πάλι-
Αν επρόκειτο να αμφιβάλλω και να σε χλευάζω εγώ,
“Αντίο!” αν στρίγγλιζα κι ήμουν ακόμη εδώ,
Κι αν τη χαρά σου σκότωνα, κι έσβηνα τη σιγουριά-
Καπνός θα γινόσουν, θα σ’ έχανε η ματιά.
21
Α Γαΐιΐγ δαά Ταίε
I ίΙηηΡ ΐΗίΐί I δΡι&ΙΙ ηενει· Ι<ηο\ν
λ\Πιγ I 3ΐη ΐΗυδ, αηά I ίΐιη δο.
ΑγοιιικΙ ιηε, οίΙιεΓ §Μ8 ΐηδρίΓε
Ιη ιηεη ΐΐιε πίδΗ ηκΐ γοβγ οΓ Πγο,
ΤΙιε δννεεί ίιηηδρ3Γεηογ οΓ§1^88,
ΤΙιε ίεηοΐεπιεδδ οΓ Αρπΐ §Γ3δ8,
ΤΙιε ώηηΜΐίγ οΓ§ταηΐίε;
Βηί ιηε-1 ύοη’Ι Ιαιολν Ιιονν ίο ρΐαη ΐί.
ΤΙιε Ιαάδ Ι’νε ιηεί ίη ΟιρκΓδ (Ιεαοΐΐοοίί
λΥεΓε- δΐιπίΐ λνε 8&γ?- βοπι οηί οί λνεάΐοε^.
ΤΗεγ Ιηοΐοο ιηγ Ηοίηΐ, ίΐιεγ δίίΐΐοοί ιηγ 8οη§,
Αηοΐ 8£ΐί(1 ΐΗεγ ΗίίοΙ ΐο ηιη &1οη§,
Εχρ1ίΐίηίη§, 80 ίο δορ ιηγ ΐεειτδ,
ΡΪΓδί ειι ιηε ΐΡιεΪΓ ραΓεηίδ ογ οαΓεεΓδ.
Βηί ενοΓ (Ιοεδ εχρεπεηοε
ϋεηγ ιηε \\Ί8θΙοιη, οίΐΐηι, ηκΐ δεηδε!
ΤΗου§Η δΐιε’δ ά ίοοί \νΗο 8εε1<8 ίο οίψίηΓΟ
ΤΙιε ίλνεηίγ-βΓδί Π η ο, εαΓεΙεδδ πφίιηο,
I ιηηδί §ο οη, ίΐΐΐ εηοΐδ ιηγ Γορε,
λ\Πιο (Υοιη ιηγ ΙηιΐΗ \ν&8 οιηδοιΐ \νίίΗ Ιιορε.
Α Ιιε^Γί ίη ΙιαΙΕ ΐδ ο1ΐ38ίε, αΓοΙιαίο;
Βηί ιηίηε Γεδειηβίεδ ά ιηοδαΐε-
ΤΙιε ίΐιίη^’δ βεοοιηε πάίοηΐοηδ!
λ\Πιγ &ιη I 80? λνΐιγ αιη I ί 1 ιη 8 ?
22
Μια αρκετά θλιβερή ιστορία
Ποτέ νομίζω δε θα ξέρω πόσο
Γιατί ’μαι έτσι, κι είμαι τόσο.
Γύρω μου, άλλα κορίτσια στ’ αρσενικό,
Βιασύνη εμπνέουν και βουητό από φωτιά,
Του γυαλιού τη διαφάνεια την καθαρή,
Του χόρτου τ’ απριλιάτικου τη γλυκιά μορφή,
Του γρανίτη το γέμισμα το δυνατό-
Αλλ’ εγώ - δεν ξέρω να το σχεδιάζω αυτό.
Τ’ αγόρια που στου Έρωτα τ’ αδιέξοδο είχαμε βρεθεί
Είχαν -θα λέγαμε- εκτός γάμου στραφεί.
Το τραγούδι μου ’κοψαν, ράγισαν την καρδιά,
Κι είπαν να φύγουν, έπρεπε, μακριά,
Εξηγώντας στα δάκρυά μου έτσι κατευναστικά,
Πρώτα οι καριέρες έρχονται και τα γονικά.
Μα ποτέ δε μ’ αρνήθηκε η εμπειρία
Σοφία, γνώση κι ηρεμία!
Παρότι ανόητη είναι όποια να πιάσει επιθυμεί
Το εικοστό πρώτο σαν ποινή - μια αδιάφορη ηδονή,
Να συνεχίσω πρέπει εγώ, ως το σχοινί μου
τελειωθεί,
Που απ’ τη γέννησή μου να ελπίζω, μ’ είχαν
καταραστεί.
Μια καρδιά μισή παρθενικό είναι κι αρχαϊκό-
Μα η δική μου μοιάζει με ψηφιδωτό-
Το πράγμα κάνει κοροϊδία!
Γ ιατί είμαι έτσι; έχω απορία.
23
ΤΗε Βαύγ’δ Κε\ναΓά
Β3<1γ, ΙίΙίΙγ, ΠΟνΟΓ 8Ϊ3ΓΪ
ΟοηνεΓ83ίΐοη ΙογνυαΙ γουΓ ΗοςιγΙ;
Κοορ γουΓ ρΓΟίΙγ λνΟΓίΙδ 86Γ6Π6;
Νουογ ιηιιπηιΐΓ \νΗ3ΐ γου ιηοίΐη.
δΒονν γουκεΐί, ΐ>γ λνοπΐ 3η(1 Ιοοίε,
δλνΐίί 3ηά δΗίίΠονν 38 3 ΒγοοΒ.
Βε 38 εοοί 3ΐκ1 ςμΰε1<: ίο §ο
Αδ 3 ώ*ορ οΓ Αρπΐ δηονν;
Βε 38 ε1ε1ϊε3ΐε 3π<1 §3γ
Αδ 3 εΐιειτγ ΠοννεΓ ίη Μ3γ.
Β3<1γ, ΐ3άγ, ηενεΓ δρεηΒ
ΟΓΐΐιε ΐε3Γ8 ΙΗ31 Βιηη γουΓ εΗεε1<-
δΐιε ννΐΐΐ ηενεΓ \νίη Γιϊιη, ννΒοδε
\Υοπ1δ 1ΐ3(1 δΒοννη δΐιε ίε3Γεά ΐο Ιοδε.
Βε γου λνΐδε 3ηά ηενεΓ 83(1,
Υοη λνΐΐΐ §εί γουΓ Ιονεΐγ ΐ3ά.
ΝενεΓ δεήουδ Βε, ηοΓ ίηιε,
Αηά γουΓ \νίδΗ \νί11 εοιηε ίο γου-
Αηά ΐί ΐ1ΐ3ί ηυΑεδ γου Γΐ3ρργ, 1<ίά,
Υου’11 Βε ίΒε ΓΒδί ΐί ενεΓ <1ΐ<1.
24
Η ανταμοιβή μιας κυρίας
Κυρία, μην αρχίζεις ποτέ, Κυρά
Κουβέντα με τη δική σου την καρδιά -
Τις όμορφες λέξεις σου κράτα αγνές -
Ποτέ μη μουρμουρίζεις αυτό που θες.
Τον εαυτό σου δείξε, με λόγο και κοψιά,
Γοργή σα ρυάκι και ρηχά.
Δροσερή να είσαι τόσο και γοργή όσο να πάς
Σαν από χιόνι του Απριλιού, νιφάς -
Λεπτή να είσαι και ζωηρή
Σαν από κερασιά του Μαγιού, ανθί.
Κυρία, μη μιλήσεις ποτέ, Κυρά
Για τα δάκρυα που σου καίνε την παρειά--
Ποτέ δεν θα τον κερδίσει αυτή
που οι λέξεις της έδειξαν, πως να χάνει έχει φοβηθεί.
Σοφή να είσαι και μακριά από θρήνο μοιραίο,
Θα αποκτήσεις (έτσι) το παλληκάρι σου το ωραίο.
Σοβαρή μην είσαι, ούτε αληθινή,
Κι η επιθυμία σου θα πραγματοποιηθεί-
Κι αν αυτό σε κάνει να νοιώθεις τυχερή
Η πρώτη που το πέτυχε, θα είσαι εσύ, παιδί.
25
Μΐάηΐ§1ιί
ΤΙΐε 8Ϊ3.Γ8 ίΙΓΟ 80 Γΐ £18 Πον/ΟΓδ, £111(1 £18 ΠΟ£ΙΓ;
ΤΙιε Η ϊ 118 £ΐΓε λνεβδ οΓ δΐι&ίΐονν, δίοννίγ δραη;
Νο δερ&Γ&ΐε Ιε&Γ ογ δίη§1ε Μ&(1ε ίδ ΙιεΓε-
Α11 Μεηύ ίο οηε.
Νο ηιοοηβε&ηι εηίδ ΐΗε αίτ; ά δειρρΗ ϊτε ΙίγΗΐ
Κοίΐδ Ιαζίΐγ; ειηιΐ δΐίρδ &§&ίη ΐο Γ 08 ί.
ΤΙιεΓε ΐδ ηο εά^εά ΐΗίη§ ίη &11 ΐΗίδ ηίγΐιΐ,
δανε ίη ιηγ 1>Γε&8ί.
26
Μεσάνυχτα
Απαλά σαν άνθη είναι τ’ άστρα, και κοντινά-
Δίχτυα σκιών οι λόφοι, που στροβιλίζονται αργά-
Κανένα φύλλο χωριστό ή φύλλο λογχωτό είν’ εδώ—
Όλα σε ένα συνδυασμό.
Καμιά φεγγαραχτίδα δεν κόβει τον αέρα- ένα φως ζαφειρένιο
Τεμπέλικα κυλά- και να ξεκουραστεί ξανά γλιστρά.
Ούτ’ ένα πράγμα δεν υπάρχει σε όλη τη νύχτα αυτή ακονισμένο,
Μ’ εξαίρεση τη δική μου αγκαλιά.
27
ΤΙίΓεηοοΙγ
Εΐΐαεδ ΜοδδΟΠΙ ]ΐ 18 ΐ £8 8\νεεί
Νθ\ν Πΐγ Ηο&ΓΙ 18 δΗίΐΙΙΟΓΟίΙ.
ΙΓI βοννίεά ΐί άο\νη ίΕε δίτεεί,
ΝΥΗο’δ ΪΟ 8&Υ ΐί 1Π&ΙΙθΓθά?
ΙΓΐΙιοΓο’δ οηε ΐΓιειΐ τοάε &\ναγ
λνΐιαΐ ννοιιΐά I Γιε ηιίδδίη§?
Εΐρδ (Μι Ι&δΐε οΓ ΐε&Γδ, ΐΐιεγ 8&γ,
Αγο ΐΓιε ΙιεδΙ Γογ Γίδδίη§.
Εγεδ ΐΗαΐ νναΐεΐι ΐΗε ηιοπιΐη§ δΙ&Γ
δεεηι ά Ιΐίίΐε Γπ§Ηιογ;
Απη8 Ηείά οηί ΐο ά&Γίαιοδδ &γο
υδΐι&ΙΙγ λνΙιίίΟΓ.
δΐιαίΐ I Ιί&γ ίΐιε 8ίΓθ11ίη§ §ηεδί,
Βίηά ιηγ Ιπονν \νϊί1ι \νϊ11ο\ν,
\νΐιεη, ΐΐιεγ 8&γ, ΐΓιε εηιρίγ ΙίΓε&δΐ
Ιδ Γΐιε δοΓίεΓ ρί11ο\ν?
ΤΙιαί α Ηε&Γΐ Γ&ΙΙδ Ιίη1<1ίη« (Ιοννη,
ΝενεΓ Γΐιΐηΐί: ΐί εεαδοδ.
ΕνεΓγ ΙίΓεΙγ Ιαά ίη ίο\νη
ΟαίΕεΓδ ηρ ΐΗε ρίεεεδ.
ΙΓ ΐΗετε’δ οηε §οηε \νΕΪ8ί1ίη§ Ιιγ
ΝΥοιιΕΙ I Ιεί ΐί §πενε ιηε?
Εεί Ιιίηι ννοηάεΓ ίΓ I Ιίε;
Εεί Ιιίηι Ιι&ΙΓβεΙίενε ηιε.
28
Μοιρολόι
Τόσο οι πασχαλιές ανθούν γλυκά
Τώρα που έχει η καρδιά μου διαλυθεί.
Εάν κάτω την έριχνα στη δημοσιά
Πώς θα πείραζε, ποιος είναι αυτός να πει;
Αν υπήρχε ένας που κάλπαζε μακριά
Τι θα ήταν αυτό που θα είχα χάσει;
Για φίλημα, λένε, είναι πιο καλά
Τα χείλη πούχουν δάκρυα δοκιμάσει.
Τα μάτια φαίνονται λίγο πιο λαμπρά
Όταν το πρωινό το αστέρι κοιτούν-
Τα χέρια συνήθως είναι πιο λευκά
Όταν στο σκοτάδι έξω απλωθούν.
Απ’ τον ξένο περιπατητή να φυλαχτώ
Το μέτωπο να μου δέσει με ιτιά,
Όταν το στήθος το αδειανό,
Στηρίζει, λένε, πιο απαλά;
Όταν κουδουνίζοντας κάτω πέφτει μια καρδιά
Μη σκεφτείς ποτέ πως τελειώνει.
Κάθε παλληκάρι στην πόλη, πιθανά
Από κάτω τα κομμάτια θα μαζώνει.
Θα επέτρεπα να με πικραίνει
Αν ένας υπάρξει που σφυρίζοντας απομακρυνθεί;
Αφήστε τον να με μισοπιστεύει-
Αφήστε τον αν ψεύδομαι να αναρωτηθεί.
29
Βιιί Νοί ΡοΓ§οίΐ6η
111ιϊηΙ<:, ηο ιπ&ΙΙογ ννίιεΓε γου δίχαγ,
Τΐιυί I δΐιυΐΐ §ο \νίΐ1ι γου & \ναγ.
Τ1ιου§Η γου ιη&γ \νυηάεΓ 8\νεεΐεΓ Ιαηάδ,
Υου \νϊ11 ηοΐ δοοη ίθΓ§εΐ ηιγ Ιιαηάδ,
Νογ γεΐ ΐίιο \ν&γ I Ιιείά ηιγ ίιεαά,
Νογ αΐΐ ΐΐιε ΐτειηυίουδ Ιΐιίη^δ I δ&ίίΐ.
Υου δΐϊΐΐ \νί11 δεε ιυε, δΐηειίΐ ζηά λνΐιίΐε
Αηά δπύϋη§, ίη ΐίιο δεοΓεΐ ηϊ§1ιΐ,
Αηά ίεεί ιηγ υπηδ &βουΐ γου \νίιεη
ΤΙιε άαγ εοηιεδ Πυ11επη§ 5&ε1< &§υϊη.
I Ιΐιϊηΐε, ηο ιτι&ΙΙογ ν/ΗοΓΟ γου 5ε,
Υου’11 5οΜ ιηε ίη γουΓ ιηεηιοΓγ
Αηά 1<εερ ιηγ ίιη&§ε, ιΙιογο ννίΐΗουΙ ιηε,
Βγ ΐε!1ίη§ Ι&ΐεΓ Ιονεδ &5ουΐ πιε.
30
Αλλά όχι ξεχασμένη
Σημασία, σκέφτομαι, δεν έχει που γυρνάς,
Διότι μαζί σου μ’ ένα τρόπο θα πηγαίνω.
Παρόλο που, για γλυκύτερες ίσως στεριές, φύγεις,
Σύντομα, απ’ τα χέρια μου δε θα ξεφύγεις.
Ούτε κι απ’ τον τρόπο που το κεφάλι μου (ψηλά) κρατούσα,
Ούτε και όσα νευρικά είπα και σ’ ανησυχούσα.
Εμένα ακόμη θα βλέπεις, μικρή, λευκή,
Και χαμογελαστή, μέσα στη νύχτα τη μυστική.
Και τα μπράτσα μου θα αισθάνεσαι γύρω από σένα,
Σαν, φτερουγίζοντας, θα ’ρχεται πίσω ξανά η μέρα.
Νομίζω, όπου και αν πας
Στη μνήμη σου θα με κρατάς κλεισμένη
Εκεί, χωρίς εμένα, τη δική μου εικόνα θα φυλάς,
Στις νέες μιλώντας, για την παλιά αγαπημένη.
31
ΝοοίιίΓηε
Αίλναγδ I 1<ηε\ν ΐΗ&ΐ ΐί οοαΜ ηοί 1&8ί
(Οαίΐιεπη^ είοικίδ, αηά ίΗε 8ηον/(1&1<θ8 ήγΐη§),
Νο\ν ΐί 18 ρ&Γΐ οΐ ίΐιε §ο1άεη ρ&δί
(Ό&Γβοηίη» δ1<ίεδ, αηά Ιΐιε ηί§Ηί-\νϊη<Ι δί§Μη§);
Ιΐ ΐδ βηί εολν&πϋεε ίο ρτεΐεπά.
ΟονεΓ λνϊίΐι &δΗεδ οιη* Ιονε’δ εοΜ 0Γ&ίεΓ-
Αίλναγδ Ι’νε 1αιο\νη ΙΗ&Ι ΐί ΙηκΙ ίο εηά
δοοηεΓ ογ Ι&ΐεη
Αίλναγδ 11<ηε\ν ΐί χνοιιΐά εοηιε ΙΑο ίΐιΐδ
(Ραίίεπη§ Γ&ΐη, αηά ίΐιε §πΐδδεδ δρΓΪη§ΐη§),
δλνεείεΓ ίο γοη ΐδ ά ηε\ν Ιονε’δ Ιάδδ
(ΡΠε1<επη§ δΐιηδίιΐηε, αηά γοηη§ βίπΐδ δΐη§ΐη§).
Οοηε &γο ίΐιε Γ&ρίυΓεδ ίΡαί οηεε \νε 1<ηε\ν,
Νο\ν γοη 3.Γ0 βικϋη§ ά ηενν ι'ογ §ΓεαίεΓ-
\νο11, Γ11 βε άοΐη§ ίΐιε δαηιε ίβΐη§, ίοο,
δοοηεΓ ογ ΙηίοΓ.
32
Νυχτερινό
Πάντα ήξερα πως δεν μπορούσε αυτό να διαρκέσει
(Σύννεφα που μαζεύονται και νιφάδες που πετάνε, χιονιού),
Του χρυσού παρελθόντος πια είναι μέρος
(Ουρανοί σκοτεινοί κι αναστεναγμοί ανέμου νυχτερινού)·
Αλλά το να υποκρίνεσαι, δεν είναι άλλο παρά δειλία.
Καλύπτοντας το άχαρο αγάπης μας άνοιγμα με κλαδιά από μελιά-
Πάντα ήξερα πως αυτό έπρεπε να πάρει τέλος
Γρήγορα ή αργά.
Πάντα ήξερα πως θα συνέβαινε κάπως έτσι αυτό
(Βροχή που φλυαρεί και το γρασίδι που ξεπηδά),
Για σένα μιας νέας αγάπης το φιλί είναι πιο γλυκό
(Ηλιαχτίδες που τρεμοπαίζουν και νεαρά που κελαηδούν πουλιά).
Οι χαρές που κάποτε γνωρίσαμε έχουν χαθεί,
Τώρα βρίσκεις μια μεγαλύτερη νέα χαρά-
Βέβαια, η ίδια επίσης στάση από μένα θα κρατηθεί,
Γ ρήγορα ή αργά.
33
Α ϋι-εαιη Βΐοδ ϋοαιΐ
Α (Ιγοππί 1 ίθ8 άοίκΐ Γιογο. Μαγ γου δοΓίΙγ §ο
Β ο Γογο Γ1ιΪ 3 ρΐαοο, ζηά ΐυπι α\ναγ γουΓ ογοδ,
Νογ δοοίο ίο 1αιο\ν ίΓιο Ιοοίο οΓ ίΓιαί λνΓιίοΓι άίοδ
ΙιηροΓΐυηίη§ ΓίΓο Γογ ΙϊΓο. \¥&11< ηοΐ ίη \νοο,
Βυί, Γογ α Ιΐίίΐο, Ιοί γουΓ δίβρ Γιο δ1ο\ν.
Αηά, οΓ γουΓ πιοΓογ, Γιο ηοΐ 8\νοοί1γ \νΐδθ
λνϊΐΓι \νοΓ(ΐ8 οΓ Γιορο ειηοΐ 3ρπη§ ειηοΐ ίοηάοΓΟΓ δΓίοδ.
Α ίΐηοίΐιη Ιίβδ άοίκΐ; υηά ίΓιϊδ &11 ηιουηιοΓδ 1αιο\ν:
ΝΥΗοηονοΓ οηο (1π Γΐοά ροΐειΐ Ιοανοδ ίΓιο ϊγοο-
Τ1ιου§Γι ννΓιίΙο οΓ Μοοιη αδ ΐί ΓηκΙ Γοοη ΓιοΓογο
Α ηά ρΐ'ουοίΐγ λναϊίΓυΙ οΓ Γοουηύϊίγ-
Οηο Ιίίίΐο Ιονοΐίηοδδ οαη Γιο ηο γπογο;
Αηά 80 ηιυδί Βουυίγ Γ>ο\ν Γιογ ίιηροΓ&οί ΗοειοΙ
Βοουυδο η (Γγο&πι Ιιαδ ]οίηο<1 ίΓιο ννΐδίΓαΙ άουά!
34
Ένα όνειρο κείται νεκρό
Ένα όνειρο κείται νεκρό εδώ. Αθόρυβα μπορείς
Πριν απ’ τον τόπο αυτό να φύγεις, Και τα μάτια μακριά
να γυρίσεις
Την όψη εκείνου που πεθαίνει μη γυρέψεις να γνωρίσεις
Επίμονα Ζωή για τη ζωή ζητώντας. Στη συμφορά μη βαδίσεις,
Μα, για λίγο, το βήμα άφησε αργό.
Και, για ανακούφιση δική σου, μην είσαι γλυκερά σοφός
Με λόγια ελπίδας κι Άνοιξης και πιο ντελικάτους ουρανούς.
Ένα όνειρο κείται νεκρό- κι όλοι που πενθούν ξέρουν αυτό:
Κάθε που αφήνει το δέντρο παρασυρμένο ένα πέταλο-
Ακόμη κι αν είχε πριν υπάρξει από ανθοφορία λευκό
Και από γονιμότητα περήφανα σπάταλο-
Δε μπορεί πια μια ελάχιστη ομορφιά να είναι αυτό--
Κι έτσι, το κεφάλι οφείλει να γύρει η Ομορφιά, το μισερό
Επειδή ένα όνειρο έχει σμίξει με το μελαγχολικό νεκρό!
35
Α Οι-ίαΐη ίαάγ
01ι, I εηη δΐηίΐε ίοΓ γοη, αηά ΐίΐί ιηγ Ηεηά,
Αηά <:Ιγϊ η1< γοηΓ ηΐ8Ηίη§ ννοτάδ ννϊΐΐι εη§εΓ Ιίρδ,
Αηά ρϊΐίηΐ ηιγ ιηοηΐΗ ίοΓ γοη α ίτ&§Γ&ηΐ Γεά,
Αηά ΐΓίΐεε γοιίΓ Ητοννδ νν ϊΐΗ ΙηΙοτοά ήη^εΓ-ΐίρδ.
λΥΗεη γοιι ΓεΙιε&Γδε γοιίΓ Ηδΐ οΓ Ιονεδ ΐο ιηε,
ΟΗ, I ειιη 1αη§Η ηηά ηι&ΓνεΙ, πιρΙυΓουδ-ογοά.
Αηά γοη 1&η§Η ΠαοΗ, πογ ε&η γοιι ενοΓ δεε
ΤΗε ΐΗοιίδαηιΙ Ιίΐΐΐε ιΙειιΐΗδ ηιγ Ηε&Γΐ Ηαδ άΐεά.
Αηά γοη Ηεΐίενε, 80 \νε1111αιο\ν ιηγ ρ&Γΐ,
ΤΗηί I ϊιιπ §&γ &δ ιηοπιίη§, 1ΐ§Ηΐ &δ δηο\ν,
Αηά ιιΐΐ ΐΗε δΙηιίηίη§ ΐΗΐη§δ χνίΐΗίη ιηγ ΙιεατΙ
Υοη’11 ηενεΓ βηο\ν.
ΟΗ, I ειιη 1αη§Η ιιηά Ιίδΐεη, \νΗεη \νε ιηεεΐ,
Αηά γοη Ηπη§ Ιαίεδ οί ίτεδΗ ηάνεηίηπη§8, —
Οί Ιηάίεδ άεΐίεηΐεΐγ ίηάίδΟΓεεί,
Οί1ίη§επη§ Ηαηάδ, ηηά §εηάγ ννΐιϊδρετεά ΐΗίη§δ.
Αηά γοη ιηε ρΐε&δεά \νΗΗ πιε, ηηά δΐπνε αηε\ν
Το δίη§ ιηε δ&^ιΐδ οΓγοηΓ ΠιΙε άε1ί§Ηΐδ.
ΤΗηδ άο γοη \ναηΐ ιηε — ΓηαΓνε1ίη§, §αγ, αηά ΐηιε,
Νογ άο γοη δεε ιηγ δΙιιπη§ εγεδ οί ηί§Ηΐδ.
Αηά \νΗεη, ίη δε&ΓεΗ οί ηονεΐΐγ, γοη δίχαγ,
ΟΗ, I εηη Ηΐδδ γοη ΗΙΗΗεΙγ &δ γοη §ο...
Αηά \νΗαΐ §οεδ οη, ιηγ Ιονε, \νΗί1ε γοηΥε ηνναγ,
Υοη’11 ηενεΓ ίηονν.
36
Κάποια κυρία
Ω, να χαμογελώ και το κεφάλι για σένα να γέρνω, μπορώ
Και τα λόγια σου τα βιαστικά με χείλη ανυπόμονα να πιω,
Και το στόμα μου ένα κόκκινο ευώδες για σένα να χρωματίζω,
Και φρύδια σου με ακροδάχτυλα ν’ ανακαλύπτω, δασκαλεμένα.
Την ώρα που ονόματα των αγαπημένων σου απαριθμείς,
Ω, να γελώ μπορώ και να θαυμάζω με μάτια εκστασιασμένα.
Κι όταν το γέλιο επιστρέφεις, ούτε θα μπορείς ποτέ να δεις
Τους χιλιάδες μικρούς θανάτους που η καρδιά μου έχει πεθάνει.
Και πιστεύεις, τόσο καλά την πλευρά μου γνωρίζω,
Πως χαρούμενη σαν πρωινό είμαι, ελαφριά σαν χιόνι,
Κι όλα τα αγχώδη πράγματα στη καρδιά μου μέσα
Ποτέ δεν θα γνωρίσεις.
Ω, να σ’ ακούω μπορώ και να γελάω όταν συναντιόμαστε,
Κι όταν ιστορίες θα φέρνεις με φρέσκιες περιπέτειες, -
Γυναικών λεπτά αδιάκριτων,
Νωχελικών χεριών, και θεμάτων απαλά ψιθυρισμένων.
Κι ευχαριστημένος θα ’σαι μαζί μου, και πάλι θ’ αρχίσεις
Των πρόσφατων ηδονών σου άσματα ηρωικά να τραγουδάς.
Έτσι που με θέλεις - εντυπωσιακή, χαρούμενη να είμαι, κι
ειλικρινής,
Ούτε που τα γουρλωμένα νυχτερινά μάτια μου θα δεις.
Κι όταν, το καινούργιο ψάχνοντας, θα ξεκόβεις,
Ω, όπως θα φεύγεις, να σε φιλάω μπορώ γελαστά...
Και τι αγάπη μου θα συμβαίνει όταν θα ’σαι μακριά,
Ποτέ δεν θα γνωρίσεις.
37
ΤΓαη$ΐίΐοη
Τοο 1οη§ αηά ςιιίείάγ βανε I Ιΐνεά ΐο νο\ν
ΤΙιε \νοε ΙΗ&Ι δίχεΐεΐιεδ πιε δΐιαίΐ ηενεΓ \ναηε,
Τοο οίΐεη δεεη άιε εηά οΓ εηάίεδδ ραίη
Το §\νε&Γ ΐάι&Ι ρε&εε ηο ιπογο δΤιειΙ 1 εοοί ιηγ Ιττονν.
11<ηο\ν, 11αιο\ν- &§αίη άιε δΗπνεΙεά Ιχ)ΐι§Η
λνίΐΐ βιΐΓ§εοη 8\νεεΐ1γ ίη ΐΐιε §εηΐ1ε πιίη,
Αηά ΐΗεδε β&Γά Ιαηάδ άε ςιιΐνεπη§ \νϊάι §™η-
I ΐεΐΐ γοιι οηΐγ: ίΐ ΐδ ΜΤπϊογ ηο\ν.
\νβ&ί ίί 11<ηο\ν, άείοΓε ΐΗε διπηιηεΓ §οεδ
λΥΙιεΓε άννεΐΐ ΐΐιίδ βίΐΐεΓ ίτεηζγ δΗίΐΙΙ βε Γεδΐ?
λΥβ&ί ΐδ ίΐ ηο\ν, ΐΗειΙ Ιππε δβαΐΐ δΐίΓεΙγ βπη§
Νε\ν ρΓοπιϊδε, \νίίβ ΐΗε δ\ν&11ο\ν αηά ΐΗε τοδε?
Μγ ΐιε&Γΐ ΐδ νναΐερ Ιβ&Ι I βΜ ιηιΐδΐ Ιχε&δΙ
Τβε ΐεπίβίε, δ!ο\ν Ιονεΐίηεδδ οί δρπη§.
38
Μετάβαση
Μακριά πολύ και γρήγορα έχω ζήσει για να ορκιστώ
Η συμφορά που με κατατρύχει ποτέ δε θα σβηστεί,
Συχνά πολύ το τέλος του ατελείωτου πόνου έχω δει
Πως η γαλήνη ποτέ πια το μέτωπό μου δε θα ημερέψει,
να ορκιστώ.
Ξέρω, ξέρω- το κλαδί που θα μαραθεί
Πάλι γλυκά θα ανθίσει στις τρυφερές βροχές,
Κι από σπόρους θα ριγήσουν αυτές οι τραχιές στεριές-
Μόνο σου λέω: Χειμώνας τώρα μας έχει βρει.
Τι κι αν γνωρίζω, πριν το Καλοκαίρι περάσει
Όπου αυτή η πικρή φρενίτιδα κατοίκησε, θα απλωθεί;
Τι είναι τώρα αυτό, πως σίγουρα ο Ιούνης, καινουργή
Υπόσχεση, με χελιδόνια και ρόδα, θα παρουσιάσει;
Η καρδιά μου νερό είναι, τέτοιο που την τρομερή
Να αντιμετωπίσω πρέπει,την ομορφιά της Άνοιξης την αργή.
39
I δΗαΙΙ Οοιηε ΒαεΗ
I δΗαΙΙ εοηιε ΗαεΕ ννϊΐΗουί ίαηίαΓοηαάε
ΟΓ \ναϊ1ίη§ \νίη(1 αηά §τανεγατά ραηορίγ;
Βυί, ίτειηΗ1ΐη§, δΐίρ ίτοηι οοοί Είεπιίίγ-
Α ηιίΐά αηά ητοδί ΗεννίΙάετεά Ηίίΐε δΗαείε.
I δΗαΙΙ ηοί ηταΕε δερυΙεΗταΙ ητΐάηΐ§Ηί Γαϊά,
Βυΐ δοίΐ1γ εοηιε \νΗεΓε I Ηαά 1οη§εά ίο Ηε
Ιη Αρπί ΙννίΙί^Ηΐ’δ υηδυη§ ηιε1οάγ,
Αηά I, ηοί γου, δΗαΙΙ Ηε ίΗε οηε αίταΐά.
5Η*αη§ε, ίΗαί ίτοηι 1ονε1γ άΓεαητίη§δ οΓ ίΗε άεαά
I δΗαΙΙ εοηιε Ηαε1< ίο γου, λνΗο Ηυτί ηιε ηιοδί.
Υου ιηαγ ηοί ίεεί ιηγ Η αηά υροη γουΓ Ηεαά,
Γ11 Ηε δο ηε\ν αηά ίηεχρεΓί α §Ηοδί.
ΡετΗαρδ γου \νΐ11 ηοί ίαιο\ν ίΗαί I αηι ηεαΓ-
Αηά ίΗαί \νϊ11 ΗτεαΕ ηιγ §Ηοδί1γ ΗεαΒ, ιηγ άεαπ
40
Θα επιστρέφω
Χωρίς να καυχιέμαι θα επιστρέφω
Θρήνος του ανέμου, του κοιμητηρίου αρματωσιά-
Αλλά, τρέμοντας, από τη ψυχρή αιωνιότητα ξεφεύγω -
Μια ήπια εντελώς και μπερδεμένη μικρή σκιά.
Το μεσονύχτι πένθιμη δεν θα κάνω επιδρομή,
Μα απαλά θα έρθω όπου είχα επιθυμήσει να ’μαι
Στο λυκόφως του Απρίλη την ατραγούδιστη φωνή
Και, εγώ όχι εσύ, θα είμαι αυτός που θα φοβάμαι.
Που απ’ τα υπέροχα των νεκρών ονειροπολήματα,
παράξενο αυτό
Σε σένα, που περισσότερο με πλήγωσες, γυρνώ.
Πιθανά στη κεφαλή σου πάνω, το χέρι μου μη νοιώθεις,
Ένα αδέξιο και νέο τόσο, φάντασμα θα είμαι.
Κι ίσως, να μη ξέρεις πως βρίσκομαι κοντά-
Κι αυτό αγαπητέ, θα σπάσει τη στοιχειωμένη μου καρδιά.
41
11αιο\ν I Ιιανε 5εεη Ιιαρρΐεδί
I Ιαιολν I 5ανε 5εεη 5αρρίεδί &ί γοηΓ δΐύε;
Βηί Λνΐιπΐ ΐδ άοηε, ΐδ άοηε, &η<1 &11’δ ίο Ι^ε.
ΑικΙ δίαι&ΙΙ ί5ε §οοά, ΐο 1ίη§εΓ άοΙεΜΙγ —
Οαγίγ ΐί Ιΐνεά, αηςί ^αΐΐαηίΐγ ΐί (ϋεά.
I λ¥Ϊ11 ηοί ηιαΐίε γοη δοη§δ οί Ιιε&Γΐδ ύεηίεύ,
Απά γοα, 5είη§ πιαη, \νοιι1(1 Η&νε ηο ίε&Γδ οΓ ηιε,
Αηά δΗουΙίΙ I οΠογ γοη Γκίεΐΐίγ,
Υου’ά 5ε, I ίΗίη1<, ά Ιίίίΐε ίεηιΓιε(1.
Υεί ώίδ ίΗε ηεεά οΓ ννοηΐίΐη, ΐΗΐδ Ηογ ειίΓδο:
Το Γ3η§ε ΗεΓ Ιΐίίΐε §ΐήδ, αηά §ϊνε, αηά §ΐνε,
Βεείΐιίδε ΐΗε ιΗγοΗ οΓ§ ΐνΐη§’δ δννεεί ίο 5εαι\
Το γοη, \ν5ο ηενεΓ 5ε§§ε(1 ιηε νοννδ ογ νεΓδε,
Μγ §ίίΐ δΒ&11 5ε ιηγ &5δεηεε, \ν5ί1ε I Ιϊνε;
Βηί ίΐΙΙεΓ ίΗ&Ι, ιηγ άεπΓ, I εαηηοί δννεπΓ.
42
Το ξέρω έχω υπάρξει πιο ευτυχισμένη
Το ξέρω, έχω υπάρξει στο πλευρό σου, ευτυχισμένη
εξαιρετικά-
Μα ό,τι έγινε, έγινε κι όλα έχουν συμβεί.
Και μικρό το καλό πένθιμα να αργοπορεί -
Εύθυμα έζησε, και πέθανε ιπποτικά.
Τραγούδια δε θα σου φτιάξω, από καρδιές που (άλλοι)
έχουν αρνηθεί,
Κι εσύ, άντρας όντας, δάκρυα δε θάχεις για μένα σταλιά,
Κι αν σε σένα έπρεπε να προσφέρω σιγουριά,
Θα είχες, νομίζω, λίγο τρομοκρατηθεί.
Ωστόσο, αυτή είναι της γυναικός η χρεία, αυτή η δική της
βλασφημία:
Τα μικρά της δώρα να απλώνει, και να προσφέρει, και να
υποχωρεί,
Διότι, ευχάριστο είναι της προσφοράς να φέρεις τον παλμό.
Σε σε, που ποτέ όρκους δεν μου ικέτευσες ή στιχουργία,
Δώρο μου η απουσία μου θα είναι, όσο είμαι στη ζωή-
Αλλά για το έπειτα, αγαπημένε, όρκο να πάρω -δε μπορώ.
43
δοηηεί Γογ ΤΗε Εηίΐ ΟΓ Α δβςιιεηεε
δο ίαΡε ιηγ νο\ν$ η,ηά δεαίίεΓ Ιΐιοιη ίο δεα;
\ΥΗο δ\νε&Γδ ΐΐιε δννεείεδί ϊδ ηο ηιοΓε ΐΗ&η Ιιιιιπίΐη.
Αηά δ&γ ηο ΙίίηάεΓ λνοπίδ ΐΗ&η ΐΐιεδε οΓ πιε:
“ΕνεΓ δΡε 1οη§εά ίοΓ ρεαεε, Ρηί \ναδ & λνοηιηη!
Αηά ΐΗυδ ΐΐιεγ &Γε, ν/Ηοδε δίΐΐγ Γεηΐί,ιΐε ίΐυδί
Νεεάδ Ιΐίίΐε εηοη§Ρ ΐο εΙηίίοΓ ϊί αηά ΡίικΙ ϊί,
\νΐιο ηιεεί & δίΕΐηίεά §αζε, ειηά ενοΓ ιηηδί
Οο Ρηίΐά ίΐιοηΐδοίνεδ ά δοηΐ ίο ά\νε11 ΡεΡίηά ΐί.”
Ρογ ηο\ν I ;ιιη ιηγ ο\νη α§ηίη, ιηγ ίπεηά!
Τΐιίδ δε&Γ Ρυί ροίηίδ ίΗε χνΐιίίεηεδδ οΓηιγ Ρτεείδΐ;
Τΐιίδ ίχεηζγ, 1ί1<ε ΐίδ ΡείίεΓδ, δρίηδ 3η εηά,
Αηά ηο\ν I ϊιιπ ιηγ ο\νη. Αηά ίΡαί ΐδ Ρεδΐ.
ΤΙιεΓοίοΓε, I αηι ΐπηηεαδηΓαΡΙγ £Γαίείυ1
Το γοη, £ογ ρΓονΐη§ δΗίίΠονν, Γ&ίδε, αηά ΗίΐΙεΓιιΙ.
44
Σονέτο για το Τέλος μιας Αλληλουχίας
Τους όρκους μου λοιπόν να πάρει και στη θάλασσα να σκορπίσει-
Όποιος ορκίζεται πως τίποτε περισσότερο από ανθρώπινο είναι το γλυκύ.
Και λέξεις όχι πιο ευγενικές απ’ αυτές για μένα να πει:
«Γαλήνη λαχταρούσε συνεχώς, αλλά ήταν μια γυνή!
Κι έτσι λοιπόν είναι αυτοί, της οποίας την ανόητη ουσία τη θηλυκή
Χρειάζεται λίγο να ταράξουν και ν’ απωθούν,
Εκείνοι που λοξό ένα βλέμμα συναντούν, και πάντοτε πρέπει μια ψυχή
Για τον εαυτό τους να χτίζουν και πίσω της να κατοικούν.»
Γιατί τώρα σε μένα ανήκω, φίλε μου, πάλε!
Αφήνει ουλή, αλλά τη λευκότητα του στήθους μου δείχνει αυτό-
Αυτή η μανία, όπως οι καλύτεροί της, κλώθει ένα φινάλε,
Και τώρα είμαι μόνη μου. Κι αυτό είναι πιο καλό.
Γι αυτό λοιπόν, σε ευγνωμονώ υπερβολικά
Εσένα, που επέδειξες ρηχότητα, μίσος και ψευτιά.
45
ϋΙΐΟΓί Ρ06Π18
μικρά ποιήματα
Ιηίίΐε \¥ογ(!8
\ΥΗοη γοη &γο §οηε, ιΙιογο Ϊ8 πογ Ιτίοοηι πογ Ιε&Γ,
Νογ 8Ϊη§ίη§ 8ε& αί ηϊ§1ιΐ, πογ δϋνεΓ βίπΐδ;
Αηά I εαη οηΐγ δΐ&πγ αηά δΗειρε ηιγ §ήεί
Ιη Ιίίίΐε \νοαΙδ.
I εαηηοί εοη)ΐΐΓε Ιονεΐίηεδδ, ίο <1ΐΌ\νη
ΤΙιε ΙηΐΐοΓ \νοε ΐΗειΐ Γ&ε1<8 ιηγ εοαίδ ίΐρ<ιιΐ.
ΤΙιε λνε&Γγ ρεη ΐΗαΐ δοίδ ιηγ δοηχην ίΐον/η
Ρεεάδ αί ηιγ Ηε&Γΐ.
ΤΙιογο ϊδ ηο ιηεΓογ ίη ΐΐιε δΗί(\ίη§ γε&Γ,
Νο βε&ηίγ νντ&ρδ πιε ίεηάεήγ αβοιαί.
I ΐιαπι ΐο Ιΐίίΐε λνοηΐδ- 80 γοη, ηιγ ίΙε&Γ,
Οαη δρείΐ ίΐιεηι οηί.
48
Πολύ λίγες λέξεις
Όταν θάχεις φύγει, ούτε ανθοφορία θα υπάρχει ούτε φύλλο,
Ούτε ασημένια πουλιά, ούτε θάλασσα που τραγουδά τις νυχτιές-
Και μόνο να χαζεύω θα μπορώ, και στη λύπη μου μορφή να δίνω
Με λέξεις μικρές.
Δε θα μπορώ να ξορκίσω την ομορφιά, την πικρή λύπη
Να πνίξω, που τις χορδές μου βασανίζει χωριστά.
Η πληκτική γραφίδα που (μού) καθορίζει τη θλίψη
Τρέφεται στη δική μου καρδιά.
Στον χρόνο που περνάει, δεν υπάρχει οίκτος κανείς,
Καμιά ομορφιά δε με τυλίγει γύρω τρυφερά.
Στις λίγες λέξεις επιστρέφω- έτσι, αγαπητέ μπορείς
Να τις διαβάσεις εσύ συλλαβιστά.
49
ΤΗε δεαιχίιείΐ δοιιΐ
\ΥΗοη I εοηδίάερ ρΓΟ αηά οοη,
λνΐιαΐ ίΙηη§3 ιηγ Ιονε ίδ βηΐΐΐ ηροη —
Α εηήγ ιηοιιΐΗ; ά 8ΐηο\νιχΙ \νπ8ΐ;
Α ςιιοδίίοηίη^ Ιηο\ν; & ρτεΙΙγ ΐλνΐδΐ
Οί λνοηΐδ »δ οΐά αηά ΐΓΪεά &δ δίη;
Α ροίηΐεά εαΓ; α εΐονεη εΐιίη;
Εοη§, ΐαρεΓεά Ιίηώδ; αηά δίαηΐεά εγεδ
Νοΐ εοΐίΐ πογ Ιάηά πογ άαήίΐγ λνΐδε —
\ΥΗεη δο I ροηάερ ΙιεΓε ίίρείΓΐ,
λνΐιαί δΗίΐΙΙοΆ' Ροοηδ δηίϊΐεε ιηγ Ηο&γΙ,
λνΐιαΐ άιΐδΙ-Ιχίΐιηά Ιγϊ νΐει είψΐιηε ιηε,
I ιηαΓνεΙ ιηγ ηοπηαΐεγ.
ΤΗε δε»
ΑΊιο Ιαγ 3§&ίηδΐ ΐΗε δε», ;ιηίΙ Πεά,
λΥΗο ΙίβΗΐΙγ Ιονεά ΐΗε λνανε,
81ι&11 ηενεΓ 1<ηο\ν, ννΐιεη Ηε ίδ εΐεειεί,
Α εοοί ϊΐηά ιηηηηηΓοηδ §Γ»νε.
Βηί ίη α δ!ι&11ο\ν ρίί δΐιαίΐ τεδΐ
Ρογ αΐΐ είεπιίΐγ,
Αηά Ρε&Γ ΐΗε εειτίΗ ιιροη ΐΗε Ρτε&δ
ΤΗ&ί οηεε Η&ύ \νοηι ΐΗε δε».
50
Η ψυχή που ψάχτηκε
Όταν τα υπέρ και τα κατά, μελετώ,
Που η αγάπη μου πάνω είναι χτισμένη -
Ένα στόμα κατσαρό- ένα ρωμαλέο καρπό-
Μια έξυπνη επινόηση- ένα μέτωπο στοχαστικό-
Λόγων τόσο παλιών και δοκιμασμένων όσο η αμαρτία-
Ένα αυτί οξύ- ένα πηγούνι σχιστό-
Μακριά μέλη, λεπτά- και μάτια γερτά
Μήτε ψυχρά μήτε ευγενικά κι ούτε αόριστα σοφά -
Όταν έτσι πολύ σταθμίζω, εδώ χωριστά,
Τι δώρα για την καρδιά μου επαρκούν, ρηχά
Τι ασήμαντο αμμόχτισμα με κυριαρχεί,
Η κανονικότητά μου με αφήνει έκπληκτη πολύ.
Η θάλασσα
Όποιος στη θάλασσα απέναντι ξάπλωσε κι εχάθη,
Όποιος ξέγνοιαστα το κύμα αγάπησε,
Ποτέ έναν ήσυχο τάφο και κελαρυστό
Δε θα γνωρίσει όταν πεθάνει.
Μα σε γούβα θα ξεκουράζεται ρηχή
Για την αιωνιότητα όλη,
Και πάνω στα στήθη θα σηκώνει τη γη
Που κάποτε τη θάλασσα είχαν ντυθεί.
51
Ηεαίεύ
Ο Η, \νΙιεη I ήηη§ ιηγ Ηο&γΙ α\ναγ,
ΤΙιε γε&Γ \ν&8 &1 ίΐδ ΜΙ.
I 8&\ν ηιγ άε&Γ, βίε οιΗογ άαγ,
Βεδϊάε α βο\νεπη§ λ\Μ1;
ΑικΙ ΐΗίδ \ν&8 £ΐ11 I Η&ά ΐο δειγ:
“I ΐΗοιι^Ηΐ ΙΗ&Ι Ηε \ν&8 ΜΙ!”
8\νεεί νΐοΐείδ
Υοιι &Γε Ηΐ'ίεΓ αηά ΓΜ1 αηά Μηε-
Ιήΐΐΐε δίδΐεΓδ, I αηι, ΐοο.
Υοη &Γε Ηεανεη’δ ηιαδΐεΓρίεεεδ-
Ιήΐΐΐε Ιονεδ, ΐΗε Πίεεηεδδ εε&δεδ.
8οοΐα1 Νοίε
Μίΐγ, Πΐίΐγ, δΗουΙά γοη ηιεεί:
Οηε χνΐιοδε \ναγδ &Γε &11 (ϋδΟΓεεΐ,
Οηε \νΗο ιηηπηηΓδ ΙΗ&Ι Η ϊ 8 \νΐίε
Ιδ ΐΐιε ΙοάεδΜ οίΜδ Ιίίε,
Οηε \νΗο 1<εερδ &88ηπη§ γοη
ΤΜΐ Ηε ηενεΓ \ν&δ ηηΐηιε,
ΝενεΓ Ιονεά ηηοΐΙιεΓ οηε . . .
Μάγ, ΙΜγ, ΗεΙΙεΓ πιη!
52
Θεραπευμένη
Ω, τη καρδιά μου όταν πέταξα εκτός,
Η χρονιά φθινοπωρούσε.
Τις προάλλες, τον αγαπημένο μου, είδα
Δίπλα σε έναν τοίχο που ανθούσε-
Κι αυτό ήταν όλο που να πω, είχα:
«Εντύπωση είχα πως ήταν ψηλός!»
Γλύκες βιολέτες
Είστε εφήμερες εύθραυστες και μπλου-
Μικρές αδελφές, είμαι επίσης κι εγώ.
Είστε τ’ αριστούργημα τ’ ουρανού-
Μικρές αγάπες, η ομοιότητα παύει εδώ.
Κοινωνικό σχόλιο
Κυρία, Κυρία, αν ήταν να συναντηθείς
Μ’ έναν που στους τρόπους του όλους είναι μπεσαλής,
Κάποιον που, τη γυναίκα του, ψιθυρίζει
Ότι έχει της ζωής του, αστέρα πολικό,
Κάποιον που να σε βεβαιώνει, συνεχίζει
Πως το ψέμα έχει μέγιστο εχθρό
Πως ποτέ δεν αγάπησε άλλη καμιά...
Κυρία, κυρία, θα ήταν προτιμότερο να τρέξεις μακριά!
53
Α νει-γ δΐιοι-ί δοη§
Οηεε, λνΐιεη I \να§ γοιιη§ αηά ίηιε,
δοιηεοηε ΙεΓι ιηε δ&ά-
ΒιτΑε ιηγ Βι ϊΐΐΐε Ηε&Λ ίη ΐλνο;
Αικί ΐΗειΙ ΐδ νεΓγ ΐ>ει<1
Βονε Ϊ8 ίοΓ ιιηΐυείίγ Γοΐΐγ
Βονε Ϊ8 βιιΐ ά ειίΓδε.
Οηεε ΐΙιεΓε \ν&8 α Ηοίΐιϊ I βιτΑε;
Αικί ΙΗ&Ι, I ΐΗίηΙγ Ϊ8 \νοΓ8ε.
(ϋοιηηιεηί
ΟΙι, Βίε ϊδ ά §1οποιΐ8 εγείε οί δοη§,
Α ηιεάΐεγ οΓ εχίοιηροπιποιι;
Αηά Ιονε Ϊ8 α ΐΒίη§ ΐΒ&ΐ εαη ηενει* §ο \νΓοη§;
Αικί I ειιη Μίίπε οίΚοιιηΐΗηία.
54
Ένα πολύ σύντομο τραγούδι
Κάποτε, όταν ήμουν νέος και αληθινός.
Κάποιος την εύθραυστη καρδιά μου έσπασε στα δυο --
Πίσω με άφησε κι ήμουν λυπηρός-
Κι αυτό είναι πολύ κακό.
Η αγάπη είναι για άτυχο θνητό,
Άλλο από κατάρα, η αγάπη δεν είναι.
Μια καρδιά ράγισα κάποτε κι εγώ-
Και αυτό νομίζω χειρότερο πως είναι.
Σχόλιο
Ω, μεγαλοπρεπής κύκλος τραγουδιού ειν’ η ζωή
Ένα αυτοσχέδιο μείγμα-
Κι η αγάπη μια υπόθεση που ποτέ λάθος να αποβεί μπορεί-
Κι εγώ η Μαίρη της Ρουμανίας/ μια ρίμα.
55
(ϋΠειτγ \¥Ηΐί6
I ηονΟΓ 866 ΐΗ&Ι ρΓ6Ϊΐ168Ϊ ΐΗίπ«-
Α εΐιεπγ βοιι§5 §οηε χνΐιίΐε ννϊΐΐι 8ρπη§-
Βυΐ 'Λ'ΗίΐΙ I Ιΐιίηΐγ “Ηο\ν §&γ Τλνοιαίά 5ε
Το Ηίΐη§ πιε ίΥοιη ά ήο\νεπη§ Ιχεε.”
56
Λευκό κεράσι
Δεν βλέπω ποτέ πράγμα ομορφότερο από αυτό -
Της κερασιάς ένα κλαδί να γίνεται την Άνοιξη λευκό -
Αλλά αυτό που σκέφτομαι είναι, «τι ευτυχία θάταν αυτή
να με κρεμάσουν από ένα ανθισμένο δεντρί.»
57
ϋΐδίαηεε
λνοΓϋ γοη ίο 0 ΓΟ 88 ΐΗε λνοΓίά, ηιγ ά^Ά^,
Το \νοιΤ: ογ Ιονε ογ ίι§1ιΙ,
I εοαΜ ϋε εαΐτη αηά ννϊδΐίΤιΙ ΙιεΓε,
ΑγκΙ εΐοδε ιηγ εγεδ αί ηΐ§1ιί.
Ιί λνεΓε ά 8\νεεΐ αηά §α11αηί ρειίη
Το 1)6 Ά 86& ΆρΆΐΙ;
Βυί, οΐι, ΐο Πάνε γου άο\νη ΐΗε Ιειηε
Ιδ ΤϊίίεΓ ίο ιηγ ΙιεείΓΐ.
Γογ α δαά Ραάγ
Αηά Ιεί ΙιεΓ Ιονεδ, ννΐιεη δΐιε ΐδ ύε&ά,
\¥πΐε ΐΗίδ αβονε Ιίογ βοηεδ:
“Νο ιηοΓε δΗε Ιίνεδ ίο §ΐνε αδ Ιηείκί
\νΐιο &δ1<εά Ιιογ οηΐγ δίοηεδ.”
58
Απόσταση
Αν ήταν αγαπημένε, τον κόσμο να διασχίσεις,
Να εργαστείς, να παλέψεις ή να αγαπήσεις,
Εγώ ήρεμη μπορούσα να είμαι και να λαχταρώ,
Και τα μάτια μου τη νύχτα κλειστά να κρατώ.
Είχα ένα πόνο ωραίο και γλυκό
Να είσαι μια θάλασσα πέρα μακριά-
Αλλά, ω!, το να σε έχω κοντά εδώ
Πικρό είναι για τη δική μου καρδιά.
Για μια θλιμμένη κυρία
Κι ας αφήσουμε τους αγαπημένους της,
όταν θάναι νεκρή,
Αυτό να γράψουν στα οστά της πάνω:
«Πια δε ζει να μας δίνει άρτο
Ποιος μόνο πέτρες ζήτησε απ’ αυτή.»
59
Ρεηείορε
Ιη ΐΗε ραΐίτνναγ οΓ Ιΐιε δηη,
Ιη ίΐιε ίοοΐδΐερδ οΓΐΗε Ιηεεζε,
Ννίκηο ΐΗε \υογΜ ϊΐηά δ1<γ βγο οηε,
Ηε $1ια11 πάε ΐΗε 8Ϊ1νεΓ δεαδ,
Ηε δ1ι&11 ευΐ ΐΗε §1ΐΐΐεπη£ \νανε.
I δ1α&11 δίΐ εΛ Ιιοιηε, ϊΐηά γοο1<;
Κίδε, ΐο Κεεά ά ηεί^ΙιβοΓ’δ Ιαιοείί;
ΒΓε\ν ιηγ Ιεει, αηά δηίρ ηιγ ΐΗτεειεΙ;
Βίε&εΐι ώε Ιίηεη £ογ ιηγ βεύ.
Τΐιεγ \νΐ11 εαΐΐ Ιιίιη ΐη&νε.
Κεδίιηιέ
ΚαζοΓδ ρ&ίη γοη;
ΚΐνεΓδ 3Γε άίΐιηρ;
Αείάδ δΐαίη γοη;
Αηά ώ*η§δ εειιίδε ΟΓ&ηιρ.
Οηηδ ιηεη’1 Ιίΐν/Γυΐ;
Νοοδεδ §ΐνε;
Ο&δ δηιείΐδ α\ν&1;
Υοη ηιϊ§1ιΐ &δ \νε11 Ιΐνε.
60
Πηνελόπη
Στο μονοπάτι του ήλιου,
Στης αύρας τα χνάρια,
Όπου ένα, ουρανός και κόσμος, είναι
Τις θάλασσες θα καβαλικέψει τις ασημένιες,
Τα κύματα που αστραποβολούν θα κόψει,
Στο πατρικό θα κάθομαι και θα λικνίζομαι εγώ-
Σήκω, του γείτονα τον κτύπο να προσέξεις-
Το τσάι μου ετοίμασε, και τους συλλογισμούς μου κόψε-
Του κρεβατιού μου λεύκανε τα λινά.
Γενναίο εκείνοι, αυτόν θα αποκαλέσουν.
Απολογισμός
Τα ξυράφια σε πονάνε
Σκοτεινά τα ποτάμια κυλάνε
Τα οξέα σε λερώνουν
Τα χάπια σε ναρκώνουν
Τα όπλα νόμιμα δεν είναι
Σε θηλιές σε πηγαίνουν
Το αέριο απαίσια μυρίζει
Καλύτερα να ζήσεις!
61
ΤΗε ΤΗΐη Εά^ε
λνίΐΐι γου, ηιγ Ηο&γΙ ΐδ ςηΐεί Ηογο,
Αηά &11 ιηγ ΐΗου^Ηΐδ &γο οοοί &δ Γ£ΐί η . I
8Ϊΐ &ηά Ιεί ίάε δΗίΓιίη» γε&Γ
Οο άγ άείοΓε ίάε ννίηάοννρ&ηε,
Αηά Γε&εΗ ιηγ άαηά ίο γοηκ, ηιγ άεαη..
I λνοηάεΓ λνάαί ΐί’δ ΙϊΕιε ίη δραίη.
ΡΓορΗείΐε δοιιΐ
Βεεαυδε γοηΓ εγεδ είτε δίειηΐ ;ιηά δ1ο\ν,
Βεε&ηδε γοηΓ Ιι&ϊγ Ϊ8 δ\νεεί ΐο ίοηεά,
Μγ Ιιε&Γί ΐδ 1ιί§1ι &§&ίη; άηί θά, I άοηάί
ίΓ ΐΗίδ \νΐ11 §εί ιηε ιηηεά.
ΤΗοη§Ηϊ Οϊ Α διιηδΗΐηε Μοηιΐη§
Ιΐ εοδίδ ιηε ηενεΓ α δίαά ηοΓ δςιιίπη
Το ίΓεαά άγ οά&ηεε ηροη α \νοηη.
“Αάα, ιηγ Ιΐίίΐε άε&Γ,” I δ&γ,
“ΥοηΓ εΐαη \νϊ11 ραγ ιηε ά&ε1< οηε άαγ.”
62
Το λεπτό άκρο
Ήσυχη η καρδιά μου είναι, με σένα εδώ,
Κι όλες οι σκέψεις μου είναι δροσερές σα βροχή.
Κάθομαι κι αφήνω τον ασταθή καιρό
Να περνάει από του παράθυρου μπροστά το γυαλί.
Και το χέρι μου στο δικό σου πλησιάζω, αγαπημένε...
Πως άραγε στην Ισπανία είναι, αναρωτιέμαι.
Προφητική ψυχή
Επειδή τα μάτια σου σχιστά είναι κι αργά,
Επειδή ευχάριστα ν’ αγγιχτούν είναι τα μαλλιά,
Κεφάτη είναι η καρδιά μου πάλι- μα ω,
Αμφιβάλω αν μου φέρει πολλά αυτό.
Σκέψη ενός ηλιόλουστου πρωινού
Μια σουβλιά ή ντροπή, δε μου κοστίζει ποτέ
Σ’ ένα σκουλήκι πάνω κατά τύχη να πατώ.
«Αχα», λέω, «αγαπημένε μου μικρέ,»
«Απ’ τη φυλή σου μια μέρα, πίσω θα το πληρωθώ.»
63
ΡγΪ§0Π6Γ
Τοη§ I ίου§βί ίβε <Μνΐη§ βδίδ,
Ρΐυιηε υ-δίτεαπι ειηεΐ υπηοΓ ο1αη§ίη§;
Ρίηβ οη 1ίη1<, βείννεεη ηιγ χνήδίδ,
Νο\ν ηιγ βευνγ βεεάοηι’δ β&η§ίη§.
ΡΓοΙοςπε Το Α δυ§»
Μίΐίάεηδ, §41 Ηογ ηοί ίβε γε\ν,
Τεανε ΐΐιε §1οδδγ ηιγΓίΙε δ1εερίη§;
Αηγ Ιυά Ά'&δ Ιχ)ΐτι υηίχυε,
ΝενεΓ ά οηε ίδ βί γουΓ \νεερίη§.
ΡΓοίίγ ίΙε&Γδ, γουΓ ίυηιυβ εε&δε;
Τονε’δ ά ίαπίεΐ, βυΓίβεηίη§ άουβίε.
Οοπγ γουΓ βεητίδ, αηβ βηνε γου ρεπεε-
Ουη§\νυγ, βίτΐδ: Γ11 δβο\ν γου ΐτουβίε.
δΐ§Ηί
υηδεεηιΐγ βγο ίβε ορεη εγεδ
ΤΙιβΙ νν'&ΙεΗ ίβε ηύβηί^βί δβεερ,
Τβ&ί 1οο1< υροη ίβε δεεΓεί δ1<ίεδ
Νογ εΐοδε, υβυδβεά, ίη δίεερ;
Τβ&ί δεε ίβε άαννη άΐ&% ίη, υηβκΡΙεη,
Το βΐΓίβ βποΙΗογ β&γ-
Οβ, βείίοΓ Γβγ ίβείΓ §υζε \νεΓε ΙικΡΙεη
Βε1ο\ν ίβε άεεεηί είαγ.
64
Φυλακισμένος
Τους καταλόγους των διώξεων πάλεψα πολύ,
Ένα ρυάκι δέσμης φτερών και κρότοι από πανοπλία
Κρίκος σε αλυσίδα, στων καρπών μου το μεταξύ,
Δραματικά τώρα εκκρεμεί η δική μου ελευθερία.
Πρόλογος σε ένα έπος
Παρθένες, μη σοδιάζετε το πουρνάρι,
Αφήστε κοιμισμένη τη λαμπρή μυρτιά-
Όποιο άπιστο γεννήθηκε παλληκάρι,
Για τον θρήνο σας, κανένα δεν έχει ποτέ αξία καμιά.
Όμορφες αγαπημένες, παύει η σύγχυσή σας-
Φορτίο είναι η αγάπη, φορτωμένο διπλά.
Τις καρδιές καθαρίστε, έχετε γαλήνη στη ψυχή σας—
Κορίτσια, των θεάτρων: θα σας δείξω τον μπελά.
Θέαμα
Απρεπή είναι τα μάτια τα ανοικτά
Που τα μεσονύκτια ποίμνια παρακολουθούν, Όποια
τους μυστικούς ουρανούς κοιτούν
Ούτε, στον ύπνο πτοούνται κλειστά-
Εκείνα που την αυγή ακάλεστη βλέπουν να μπαίνει,
Μια μέρα άλλη να γεννήσει—
Ω, καλύτερα η ματιά τους μακριά ήταν κρυμμένη
Κάτω από τον πηλό που ’χαν ευπρεπίσει.
65
ΤΠε Αρρίε Τι-εε
\ΥΗοη Γιτδί \νε 8<ι\ν ίΡε ειρρίο Ιγοο
ΤΡε Ρου§Ρ8 \νεΓε εΙίΐΗ< αηά 8ίτυΐ§Ρί,
Βυί ηενεΓ §πεί ίο §ϊνε Ραά \νε,
ΤΡου§Ρ δρπη§ άείαγοά §ο Ιαίε.
\ΥΗεη 1 £ΐ3ΐ I εαηιε υ\ναγ ίχοιη ίΡεΓε
ΤΙιε Ρου§Ρ8 \νεΓ 0 Ρεανγ Ρυη§,
Βυΐ Ιΐίίΐε §πεΓ Ραά I ίο δρ&Γε
Ρογ διιιηιηοΓ, ρεπδΡεά γουη§.
ΤΡε \νΐ11ο\ν
Οη 8\νεεί γουη§ ο&γιΡ \νΡεΓ 0 ίΡε ηιγΓίΙε ρΓεδδεδ,
Ροη§ \νε Ιυγ, \νΡεη ίΡε Μυγ \ν&8 ηε\ν;
ΤΡε λνΐ11ο\ν νν&8 ννίηάίη» ίΡε ιηοοη ίη Ηογ ίΓεδδεδ,
ΤΡε Ρυά οΓ ίΡε τοδε \ναδ ίοΜ λνίίΡ άε\ν.
ΑηΡ ηολν οη ίΡε Ρπίίΐε §Γουη<1 Γηι 1γϊη§,
δθΓευηιίη§ ίο (Ιίε ννίίΠ ίΡε ΡεαΡ γεαΡδ Ρε&Ρ;
ΤΗε δίειη οΓ ίΗε τοδε ϊδ ΡΙαεΡ αηΡ ΡΓγπι§,
ΤΡε λνΐ11ο\ν ΐδ ίοδδίη§ ίΡε λνίηΡ ίτοηι ΡεΓ ΡευΡ.
66
Η μηλιά
Όταν για πρώτη φορά είδαμε τη μηλιά
Τα κλαδιά ήταν ίσια και θλιβερά,
Μα ποτέ δεν είχαμε να δώσουμε λύπη αψιά,
Παρόλο που βραδυπορούσε η άνοιξη έτσι αργά.
Στη τελευταία μου από κει φυγή
Τα κλαδιά κρέμονταν βαριά,
Μα είχα να διαθέσω μια λύπη μικρή
Γιατί νέα πέθαινε η καλοκαιριά.
Η ιτιά
Στη φρέσκια νεαρή γη που η ιτιά ζουλά,
Για χρόνο πολύ ξαπλώναμε, όταν είχαμε το Μάη νιό-
Στις μπούκλες της ανάμεσα, το φεγγάρι ανέμιζε η ιτιά,
Το μπουμπούκι του ρόδου καλυμμένο με δροσό.
Στο αδύναμο τώρα έδαφος ξαπλωμένη,
Ουρλιάζοντας να πεθάνω με του άγονου χρόνου τους νεκρούς-
Του ρόδου είναι μαύρη η θηλιά και μαραμένη.
Τον άνεμο τινάζει η ιτιά απ’ του κεφαλιού της τους ανθούς.
67
\¥ογ (!8 ΟΓ ΟοιηίοΓί Το Βε δεΓαίεΙιει! Οη Α Μϊιύογ
Ηεΐεη οΓΤΥογ Η 3(1 3 \ν3ηάεπη§ §ΐ3ηεε;
δαρρίιο’δ Γοδίιιοίΐοη \ν&8 οηΐγ ΐΐιε 8ΐ<γ;
Νίηοη \ν&8 ενει* ΐΐιε εΗειίΐετ οΓ Ρηιηεε;
Βυί οΡ, ννΐι&ΐ 3 §οοά §Μ 3ΐη I!
ΤΗε δηι ;ι II ΗοιΐΓ8
Νο ηιοΓε ιηγ Ιΐίίΐε 8οη§ εοπιεδ Ρ30Ρ;
Αηά ηο\ν οΓ ηΐ§Ρί8 I Ι&γ
Μγ Ιιεαά οη άο\νη, ίο νναΐεΐι ίΡο ΡΡιεΡ
Αηά \ν3ΪΙ Ιΐιε ιιηΡιίΙίη» §Γ3γ.
ΟΡ, 83(1 3γο ννϊηΐεΓ ηί§1ιί8, αηά δ1ο\ν;
Αηά δαά’δ 3 δοη§ ΐΗ&ΐ’δ ύηιηΡ;
Αηά 83(1 ϊΐ 18 ΐο Ιίε 3ηά Ι <η ο\ν
ΑηοίΡει* ά3\νη \νϊ11 εοηιο.
ΚΗγιηε Α§αΐηδί Ρΐνίη§
ΙΓλνίΐά ιηγ 6 γο38ϊ 3ΐκΙ 80 Γε ιηγ ρπάε,
IΡ3δΡ ίη (ΐΓε3ηΐδ οΓ δαίείάε;
Ιί εοοί ιηγ Ρε3Γί 3ηύ 1ιί§1ι ιηγ Ρε3ΐ1,
I Ιΐιίη1<, Ήο\ν ΙηεΡγ 3Γε ΐΗε (Ιθ3(1! ’
68
Λόγια παρηγοριάς για να σκαλιστούν στον καθρέφτη
Ένα βλέμμα περιφερόμενο είχε η Ελένη από την Τροία-
Περιορισμός ήταν μόνον ο ουρανός για τη Σαπφώ-
Η Νινόν, της Γαλλίας ήταν πάντα η φλυαρία-
Μα ω, τι καλό κορίτσι είμαι εγώ!
Οι μικρές ώρες
Πίσω δεν γυρίζει πια το τραγούδι το μικρό-
Και τώρα έξω απ’ τις νύχτες χτυπώ
Το κεφάλι μου στο έδαφος, το μαύρο να κοιτώ
Και το ανεξάντλητο γκρίζο καρτερώ.
Ω, θλιμμένα είναι τα βράδια του χειμώνα, κι αργά-
Κι άθυμο είναι το τραγούδι το βουβό
Και να ξαπλώνεις και να ξέρεις νιά
πως θάρθει αυγή, είναι μελαγχολικό.
Ομοιοκαταληξία απέναντι στον τρόπο ζωής
Αν το στήθος μου αγριέψεις και τη περηφάνια μου πληγώσεις,
Σε αυτοκτονικά όνειρα θα κρυφτώ-
Αν την καρδιά μου ημερέψεις και το κεφάλι μου ψηλώσεις,
'Πόσο τυχεροί είναι οι νεκροί!’, θα συλλογιστώ.
69
ΤΗε Εεαΐ
ΤΙιε ίχϊεηύδ I ιη&άε Ιιανε δΐίρρεά ειηεΐ δίπιγεά,
Αικί λνΐιο’δ ΐΐιε οηε ΙΗ&Ι εαΓεδ?
Α ΐΓΐήίη§ Ιοί Άηά βεδΐ ίθΓ§οΐ-
Αικί ΐΗ&ΐ’δ ιηγ 1&1ε, ειηεΐ ΐΙοεΪΓδ.
Τΐιεη ίΓ ιηγ ίπεηάδΐιΐρδ 1οι εει1< &ηά βεηά,
ΤΙιεΓε’δ Ιίίίΐε ηεεά ΐο εΓγ
ΤΙιε \ν1η1ε 11<ηο\ν ΐΗειΐ ενεϊγ £οε
Ιδ ί&ίΐΗίυΙ ΐίΐΐ I <ϋε.
(Γϋιαιίεδ ϋΐεΐίεηδ
\\Τιο εειΐ 1 Η ί ιη δρηποιίδ αηά δΐιοάάγ
81ι&11 άο ίΐ ο’εΓ ιηγ Ιίίείεδδ βοάγ. I
Ιιε&ΓΐϊΙγ ίηνίΐε δαείι βίπΐδ
Το εοηιε ουίδίάε οηά δ&γ ΐΗοδε ν/οαίδ!
70
Ο πιστός
Οι φίλοι που έκανα έχουν δραπετεύσει κι απομακρυνθεί,
Και ποιος, ο μοναδικός που νοιάζεται, είναι;
Ένας άνθρωπος ασήμαντος και καλύτερα να ξεχαστεί-
Κι αυτή, η δική μου ιστορία κι η δική τους είναι.
Έπειτα αν οι φιλίες μου σπάσουν και λυγίσουν,
Μικρή υπάρχει ανάγκη να θλιβώ
Εφόσον γνωρίζω πιστό πως θάχω
Ως να πεθάνω κάθε εχθρό.
Κάρολος Ντίκενς
Όποιος αυτόν αποκαλεί ψεύτικο, φθηνό
Θα πρέπει πάνω από το άψυχο κορμί μου να το κάνει.
Εγκάρδια τέτοια πουλιά καλώ
Έξω νάρθουν κι εκείνα τα λόγια να πουν!
71
Ιαάν, Ιαάν, αΗοιάάνοιι ηιββΐ
Οηβ χνΗοαβ χνανα αηβ αΙΙ άίαίτββί,
Οηβ χνΐιο ηηίΓηηιηα ϊΗαϊ Ηία χνί/β
Ια ΐΗβ Ιοάβαΐαη ο/ Η ία Ιί/β,
Οηβ χνΐιο Ιίββρα αααιιήη§ νοιι
ΤΗαί Ηβ ηβνβτ χναα ιιηΐηιβ,
Νβνβν Ιονβά αηοίΗβν οηβ . . .
Ιαάν, Ιαάν, Ββϊϊβν ηιη!
Κυρία, Κυρία, αν ήταν να συναντηθείς
Μ’ έναν που στους τρόπους του όλους είναι μπεσαλής,
Κάποιον που, τη γυναίκα του, ψιθυρίζει
Ότι έχει της ζωής του, αστέρα πολικό,
Κάποιον που να σε βεβαιώνει, συνεχίζει
Πως το ψέμα έχει μέγιστο εχθρό
Πως ποτέ δεν αγάπησε άλλη καμιά...
Κυρία, κυρία, θα ήταν προτιμότερο να τρέξεις μακριά!
Τ1ΐ0 Κ6(1 ϋΓ688
I 3ΐ\¥3γδ 83ΐν, I 3ΐ\ν3γ8 831(1
Ιί I \¥6Γ6 §Γ0\¥Ι1 3Π(1 ΓγΟΟ,
Ι’ά 1ΐ3νε ά §ο\νη οί Γεάάεδΐ τεά
Αδ Γιηε 38 γοη εοηΐύ 8εε,
Το \νε3Γ οηί λν3ΐ1ίίη§, δίεείι 3ΐκ1 δίονν,
ΙΙροη 3 δαιηιηει* ώιγ,
Αη(1 ίΙιεΓεΜ Ιιε οηε ΐο δεε ιηε δο
Αη(1 Πίρ ίΐιε ν/ΟΓίιΙ 3\ν3γ.
Αηά Ιιε ινοηΜ Τ>ε 3 §3ΐΐ3ηΐ οηε,
\\Τί1ι 8Ϊ3Γ8 Ιιοίιηκΐ Μδ εγεδ,
Αηά 1ΐ3ΪΓ 1ί1<ε ιηεΐ3ΐ ίη ΐΗε δηη,
Αηά Ιίρδ ΐοο λ¥3ηη £ογ Ιΐεδ.
I 3ΐλ¥3γ8 83\ν 118, §3γ 3Π(1 §00(1,
Ηΐ§1ι ΙιοηοΓεύ ίη ΐΐιε Ιοννη.
Νο\ν I 3ΐη §Γ0\νη ίο ννοηηιηίιοοά...
11ΐ3νε ίΐιε δίΐΐγ §ο\νη.
74
Το κόκκινο φόρεμα
Πάντα έβλεπα, κι είχα πει
Ελεύθερη αν ήμουν κι άτομο μεστό,
Ένα φόρεμα θάχα από το πιο κόκκινο ροδύ
Τόσο, όσο θα μπορούσες να δεις, κομψό
Να το φορώ έξω περπατώντας, κομψή και νωθρή,
Μιαν του καλοκαιριού ημέρα,
Κι ένας θα υπάρξει έτσι να με δει
Και τον κόσμο να διώξει πέρα.
Και θάναι αυτός κάποιος αβρός
Με άστρα πίσω από τη ματιά.
Και σαν μέταλλο σε ήλιο τα μαλλιά,
Και χείλη για ψέματα, τόσο θερμά.
Μας έβλεπα πάντα, εύθυμους και αγαθούς
Στη πόλη μέσα τιμημένους πολύ.
Τώρα ενήλικας σε γυναικεία φύση...
Το χαζοφόρεμα έχω τυλιχθεί.
75
ΤΗε \νΐιΐ$ί1ΐη§ ΟιγΙ
Βαείί οΓ ηιγ 5αε1ί, ί5εγ 1&15 οΓ πιε,
0&551ε αηά Ιιοηΐε αηά 5ίδδ;
Βει ΐΗεηι 5αίίεη, αηά Ιεί ίΗειη 5ε-
Με, I εαη 8Ϊη§ ί5εηι ί5ϊδ:
“ΒεΐΐεΓ ίο δάίνοΓ 5εηεαί5 ί5ε δί&Γδ,
Ηεαά οη ά Μίάίεδδ 5Γε&δί,
Τΐΐίΐη ρεοΓ αί ΐΗε ηί§5ί ιΗγοιι§Η ηΐδίεά 5αΓδ,
Αηά δΗ&Γε αη ίΛδοιηε ΓΟδί.
“ΒεΐΐεΓ ίο δεε ΐΗε άα\νη εοηιε ηρ,
Α1οη§ οΓ ά ίπβίη§ οηε,
ΤΙιαη δει ά δίεαάγ ηιαη’δ ε1οί5 αηά εηρ
Αηά ρΓ3.γ άιε άαγ 5ε άοηε.
“ΒεΐΐεΓ 5ε Ιείΐ 5γ ίλνεηίγ άε&Γδ
Τ5αη Ιίε ίη α Ιονείεδδ 5εά;
ΒείίεΓ ά Ιο&Γί5αί’δ \νεί \νίί5 ίεαΓδ
Τ5αη εοΐά, ηηδ&Ιίεά 5Γεαά.”
ΒαεΒ οΓ ηιγ 5&ε1<, ί5εγ \να§ ί5εΐΓ ε5ίηδ,
Νλάιϊηηγ αηά 51εειί αηά δί§5;
Βηί 5είίεΓ ά Ηο&γΙ α-51οοιη \νϊί5 δϊηδ
Τ5αη Ηε&Γΐδ §οηε γε!1ο\ν αηά άΓγ!
76
Το κορίτσι που σφυρίζει
Πίσω από την πλάτη μου για μένα μιλούν
Φλυαρούν, κορνάρουν και σφυρίζουν-
Άφησέ τους να είναι, κι άφησέ τους να σφυροκοπούν-
Εγώ, αυτό να τραγουδώ μπορώ σ’ αυτούς:
«Καλύτερα κάτω από τ’ αστέρια να τρέμω,
Σε στήθος άπιστο να τρακάρω μετωπικά,
Αντί ανάμεσα σε σκουριασμένες μπάρες τα βράδια να βγαίνω,
Και να μοιράζομαι μια ανιαρή φωλιά.
«Καλύτερα να προβάλλει η αυγή, να δω,
Μπροστά από κάτι ασήμαντο κι ελαφρό
Παρά, ενός ανθρώπου αμετακίνητου το ρούχο και το καπέλο,
ν’ αποτελώ
Κι η μέρα να τελειώσει, να παρακαλώ.
«Καλύτερα από είκοσι αγαπημένους νάμαι εγκαταλειμμένη
Από το να βρίσκομαι σε κρεβάτι δίχως αγάπη, ξαπλωμένη-
Καλύτερα ένα καρβέλι που είναι με δάκρυα βρεγμένο
Παρά ανάλατο ψωμί, με ψύχρα ποτισμένο.»
Πίσω απ’ την πλάτη μου, τα πηγούνια τους κουνούν,
Χρεμετίζουν, αναστενάζουν και γκρινιάζουν-
Αλλά καλύτερα καρδιές μ’ αμαρτίες ν’ ανθούν
Παρά καρδιές χλωμές, κίτρινες, που δειλιάζουν!
77
ΤΗε Γαΐδε Γήεικϊδ
Τίιεγ Ιδιά ιΗοϊγ ίιαπάδ ιιροη ιηγ Ηείκΐ,
Τίιεγ δίΓοΡεά ιηγ ε1ιεε1< ϊΐηά Ργοχυ;
Αηά ίίηιε εοιιΐά Ιιεαΐ & ίιιηί, ίίιεγ 8&ί<1,
Αηά ΐίπιε εοιιΐά (ϋιη ά νο\ν.
Αηά ΐΗεγ \νεΓε ρίίίίηΐ ίΐηά ιηϊίίί
\νΐιο \ν1ιΪ8ρεΓε<1 ίο πιε ίΗεη,
“Τίιε ίιε&Γί ίίι&ί ίηε&Ρδ ίη Αρπί, είιίΜ,
\νί11 ηιεηά ίη Μ&γ &§&ίη.”
Οίι, πΐϋηγ ά ιηεικίείΐ Ηείΐιΐ ίίιεγ 1αιε\ν.
8ο οΐά ίίιεγ λνεΓε, &ηά \νίδε.
Αηίί Ιίίίΐε ίίκί ίίιεγ Η&νε ίο (ίο
Το εοπιε ίο πιε \νίίίι ίίεδ!
\\Τιο 0ίη§δ πιε δίίίγ ί&ίΐε οί Μαγ
81ι&11 ηιεεί & ΡίίίοΓ δοιιί;
Ρογ Ιππε \ν&δ ηεαήγ δρεηί α\ναγ
ΒεΓοτε πιγ ΙιείΐΓΐ \ν&δ ν/Ηοίε.
78
Οι ψεύτικοι φίλοι
Τα χέρια τους στο κεφάλι μου ψηλά έβαλαν,
Μέτωπο και μάγουλο μού χάιδεψαν
Κι είπαν ο χρόνος τον πόνο μπορεί να θεραπεύσει
Κι ο χρόνος έναν όρκο να θολώσει.
Κι ήπιοι ήταν και σπλαχνικοί
Εκείνοι που ψιθύρισαν μετά σε μένα,
«Η καρδιά που τον Απρίλη σπάει, παιδί
Πάλι στο Μάη μέσα θα φτιαχτεί.»
Ω, που μιαν γιατρεμένη ήξεραν καρδιά, πολλοί.
Τόσο γέροι ήσαν και σοφοί.
Και λίγα να κάνουν είχαν
Ώστε σε μένα με ψευτιές ήρθαν!
Εκείνος π’ ανόητα μου πετά λόγια του Μάίου
Μια ψυχή θα συναντήσει πικρή 1
Γιατί σχεδόν πέρασε του Ιουνίου
Προτού η καρδιά μου γιατρευτεί.
79
\νΐ$(!οιη
ΤΙιίδ I δ&γ, &ηά Ιΐιίδ 11αιο\ν:
Τόνε 1ΐ3.δ δεεη ίίιε 1&δί οί πιε.
Τονε’δ ά ΐΓοάάεη Ιαηε ίο \νοε,
Τονε’δ α ρυίίι ΐο ηιίδεΓγ.
ΤΙιίδ 11<ηο\ν, ειηεΐ 1<ηενν ΤείοΓΟ,
ΤΙιίδ I ίεΐΐ γου, οί ηιγ γευΓδ:
Ηί(1ε γουΓ ΗεείΓΐ, &ηά 1οε1< γουΓ (Ιοογ.
Ηεΐΐ’δ αήουί ίη ΙονεΓδ’ ίεαΓδ.
Οίνε γουΓ Ηο&γΙ, υηά ίοδδ αηά ιηουη;
λΥίι&ί α ρΓείίγ ίοοί γου 1οο1<!
I 3ΐη δα§ε, λνίιο δίί υΐοηε;
ΗεΓε’δ πιγ \νοο1, υηά ίιεΓε’δ πιγ Τοοίί.
Τοοίί! Α Ιαά’δ &-\νυίίίη§ ίίιεΓΟ,
Τ&11 ίιε ίδ υηά βοΐά, αηά §υγ.
λνίιυί ίίιε άενίΐ άο I ο&γο
λΥίι&ί 11<ηο\ν, υηά ννΤιηΙ I δυγ?
80
Σοφία
Αυτό ξέρω και λέω αυτό:
Το ύστατο από μένα η αγάπη έχει δει.
Μια πατημένη διαδρομή είναι η αγάπη προς τον καημό,
Προς τη δυστυχία είναι η αγάπη μια διαδρομή.
Αυτό που γνώριζα από πριν, το ίδιο γνωρίζω τώρα,
Κι αυτό σου λέω απ’ τα δικά μου χρόνια:
Την πόρτα σου κλείδωσε, και κρύψε την καρδιά.
Η κόλαση κρύβεται στων εραστών τα δάκρυα .
Στριφογύρνα, βόγκηξε, δώσε τη καρδιά-
Πόσο ανόητος μοιάζεις, αρκετά!
Είμαι ένας γνωστικός που ζητά τη μοναξιά-
Εδώ είναι τα κατάστιχά μου, εδώ και τα μαλλιά.
Δες! Ένα παλληκάρι περιμένει εκεί,
Είναι ψηλό, χαρούμενο, τολμηρό.
Τι στο διάβολο με νοιάζει
Τι εγώ ξέρω, και τι εγώ ομιλώ;
81
υΐίΐιηαίιιηι
Ι’ηι ννε&πεά οί \νεαΓγϊη§ Ιονε, ιηγ ίπεηά,
ΟΓ λνοπγ Άηά δίταΐη αηά άοηβί;
ΒοΙογο \νε βε§ϊη, Ιεί ηδ νΐε\ν Ιΐιε εηά,
ΑικΙ ιη&γβε ΙΊΙ (Ιο Ά'ϊΐΗοιιΙ.
ΤΙιεΓε’δ ηενεΓ ΐΐιε ρ£ΐη§ ΐΗαΐ \ν&8 ννοΓΐΗ ΐΐιε ίε&Γ,
Αηά ΐοδδ ίη ΐΐιε ηί«Ηΐ I \νοη’ί-
8ο εϊίΙιεΓ γοη άο ογ γοη άοη’ί, ιηγ άεαρ
ΕϊΐΙιεΓ γοη άο ογ γου ίΐοη’ΐ!
ΤΙιε Ιειΐοίε ίδ Γεαάγ, 80 1&γ γουΓ ε&ηΐδ
ΑικΙ ίί ΐΗεγ δΐιοηΐά αη§ηΓ ρ&ίη,
Γ11 Ιεπάετ γοη ενεΓ ιηγ Ιάηά Γε§απ1δ
Αηά ηιη £ογ ΐΐιε Γ&δΐοδΐ ίτ&ΐη.
I Η&νεηΊ άιε \νΐ11 ίο Ιτε δρεηί ειηά δαά;
Μγ Ιιε&Γΐ’δ ΐο βε §αγ ειηά ΐπιε-
ΤΙιεη εϊίΙιΟΓ γοη άοη’ί ογ γοη Ίο, ιηγ Ιαά,
ΕίίΙιεΓ γοη άοη’ί ογ γοη Ίο!
82
Τελεσίγραφο
Βαριέμαι φίλε μου, την αγάπη την ανιαρή,
Το άγχος, την αμφιβολία, την ανησυχία-
Το τέλος ας λογιστούμε πριν την αρχή,
Κι ίσως, τότε, αντέξω δίχως αγάπη καμία.
Οδύνη που το δάκρυ να άξιζε, δεν υπάρχει ποτέ,
Και δε θα στριφογυρίσω το βράδυ-
Έτσι, είτε το κάνεις είτε όχι, αγαπητέ,
Είτε εσύ το κάνεις είτε όχι!
Έτοιμο είναι το τραπέζι, τις κάρτες σας στρώστε συνεπώς
Κι αν τύχει να μαντεύσουν καημό,
Θα σου υποβάλλω τους ευγενείς μου χαιρετισμούς συνεχώς
Και για το πιο γρήγορο θα τρέξω συρμό.
Να ξοδευτώ και να θλιβώ δε θέλω-
Είτε δεν το κάνετε νεαρέ μου, είτε το κάνετε,
Χαρωπή και αληθινή την καρδιά μου θέλω-
Είτε δεν το κάνετε ή το κάνετε!
83
Ιηί6Γνίε\ν
ΤΙιε Ιαάΐεδ ιηεη αώτιΐΓε, Ι’νε Ηε&αΙ,
λνοιιΐά δΙιικΜεΓ &1 ά \νϊε1<εά \νοΜ.
ΤΙιείΓ εαπάΐε §ΐνεδ ά δίη§1ε 1ί§1ιΐ;
ΤΗογ’ά γ&ιΙίογ δίαγ &1 Η ο πιε αί ηΐ§1ιΐ.
Τΐιεγ <3ο ηοΐ 1<εερ &\ν&1<ε ΐίΐΐ ΐΐιτεε,
Νογ τε3(1 ογοϊιο ροείχγ.
Ήιεγ ηενοΓ δαηεΐίοη ΐΗε ίηιριίΓε,
Νογ Γεεο§ηίζε &η ονοΓίιίΓΟ.
Τΐιεγ 8Ηγϊπ1< ίΥοιη ροννχΙοΓδ ;ιηιί ίτοιη ρΕίϊηΙδ...
8ο £&γ, Ι’νε Ιι&ά ηο εοηιρΝϊηΐδ.
84
Συνέντευξη
Έχω ακουστά, πως οι κυρίες που οι άντρες θαυμάζουν
Σε λόγο πρόστυχο θα έπρεπε ν’ ανατριχιάζουν.
Το κερί τους, ένα φως μοναδικό δίνει-
Θα προτιμούσαν στο σπίτι το βράδυ να ’χαν μείνει.
Να μη μένουν άυπνες έως την τρίτη νυχτερινή,
Μήτε να διαβάζουν ποίηση ερωτική.
Το αμαρτωλό ποτέ τους δεν επικροτούν,
Μήτε στην προσέγγιση ανταπαντούν.
Από ρουζ απέχουν κι από πούδραι
Παράπονο δεν είχα έως τούδε...
85
Οΐιαηί Γογ ϋαΗί ΗοιίΓδ
δοιηε ιηεη, δοιηε ιηεη
Οαηηοΐ ραδδ α
Βοο1< δΗορ.
(Βαάγ, ηηι1<ο γοητ ιηίικί ιαρ, αηά νν&ίΐ γοητ 1ϊ£ε ανν&γ.)
δοιτιε ιηεη, 80 ΐηε ιηεη
Ο&ηηοΐ ρ&88 ά
&&ρ §&τηε.
(Ηε 831(1 Ηε’ά εοηιε αΐ ιηοοητίδε, αηά Ιτετε’δ αηοΐΐτετ άαγ!)
δοιηε ιηεη, 80 ΐηε ιηεη
Οαηηοΐ ρ&88 ά
Βατ-τοοιη.
(λΥαΐΐ αβοηΐ, &πίΙ 1ιαη§ αβοηΐ, αηά ΐΐταΐ’δ ίΐιε νναγ ίΐ §οεδ.)
δοιηε ιηεη, δοιηε ιηεη
Οαηηοΐ ρ&88 ά
ΝΥοηχιπ.
(Ηεανεη ηενετ 8εηά ιηε (ιποιΗογ οηε οΓ ΐΐιοδε!)
δοιηε ιηεη, δοιηε ιηεη
Οαηηοΐ ραδδ ά
ΟοΙΓ εοητδε.
(Κεαά ά Ιιοοίγ αηά δε\ν ά δεατη, &η(1 δΐαητίοετ ίΓ γοη εαη.)
δοιηε ιηεη, δοιηε ιηεη
86
Τραγούδι για ώρες μελαγχολικές
Κάποιοι άντρες, ορισμένοι άντρες
Να προσπεράσουν δεν μπορούν ένα
Βιβλιοπωλείο.
(Κυρία, αποφάσισε, και τη ζωή σου κράτα μακριά.)
Κάποιοι άντρες, ορισμένοι άντρες
Να ξεχάσουν δεν μπορούν ένα
Ανόητο παιχνίδι.
( Στο σήκωμα του φεγγαριού είπε θάρθει, κι είναι μια άλλη μέρα πια!)
Κάποιοι άντρες, ορισμένοι άντρες
Να προσπεράσουν δεν μπορούν ένα
Ποτοπωλείο.
(Περιμένεις και βαριέσαι κι είναι ο τρόπος που πηγαίνει, αυτό.)
Ορισμένοι άντρες, κάποιοι άντρες
Να περάσουν δεν μπορούν μπροστά από μια
Γ υναίκα.
(Θεέ μου, ποτέ μη μου στείλεις έναν ακόμη σαν αυτό!)
Ορισμένοι άντρες, κάποιοι άντρες
Να περάσουν δεν μπορούν ένα
Γήπεδο γκολφ.
(Ένα βιβλίο διάβασε, και μια ραφή ράψε, κι αν μπορείς να κοιμηθείς.)
Ορισμένοι άντρες, κάποιοι άντρες
87
Ο&ηηοΐ ρ&8$ α
ΗαβειχΙ&δΙιεΓ’δ.
(Α11 γοιίΓ Ιϊίε γοιι νν'&ίΐ είΓουηά ίοΓ δοηιε ίΐίΐΐηη ιπειπ
88
Ένα κατάστημα ψιλικών να διαβούν
Δεν μπορούν.
(Τη ζωή σου όλη κάποιον τέτοιον καταραμένο άντρα καρτερείς!)
89
(ϋοίΐα
ΊΊιογο’ 8 Ιίΐΐΐε ίη 1&1<ίη§ ογ §ΐνΐη§,
ΤΗογο’ 8 Ιίΐΐΐε ίη νναίοΓ ογ \νίηε;
Τίιίδ 1ΐνίη§, ΐίιίδ 1ΐνΐη§, ΐίιίδ 1ΐνΐη§
\ν&8 ηενεΓ ά ρτοι’εεί οΓ ηιίηε.
Οΐι, ΗηιχΙ Ϊ8 ΐΗε 8ΐηα§§1ε, &ηά δρ&Γδε ίδ
ΤΗ ο §ηίη οΓ ΐΗε οηε &ΐ ΐΗε ίορ,
Ρογ 3.ΓΪ ΐδ ά £οηη οί εαίίι&Γδίδ,
Αηά Ιονε ίδ & ρεπηαηεηί Πορ,
Αηά λυογΡ ίδ ΐίιε ρΓονίηεε οί οαίίΐε,
Αηά ΓΟδί’δ ίοΓ α εΐ&ηι ίη α δΐιείΐ,
8ο Ι’ηι Ιΐηη1<ίη§ οΓΐΗτοννίη^ ΐΗε Ηαίίΐε-
ΝΥουΙίΙ γου Ηίηιίΐγ άίτεεί ιηε ίο 1ιε11?
90
Επίλογος
Υπάρχει κάτι λίγο στη λήψη ή την παροχή,
Υπάρχει κάτι λίγο στο κρασί ή στο νερό-
Αυτός ο τρόπος ζωής, της ζωής αυτός ο τρόπος, η ζωή
Δεν ήταν ποτέ ένα σχέδιο δικό μου αυτό.
Ω, σκληρή είναι η προσπάθεια και λιγοστό είναι
Το κέρδος του εκείνου που βρίσκεται στην κορυφή,
Διότι η τέχνη μια τελετουργία κάθαρσης είναι,
Και η αγάπη μια μόνιμη αποτυχία καθαρή,
Και τομέας των ζώων είναι η εργασία,
Και για το μύδι, στο όστρακο φωλιά,
Έτσι σκέφτομαι της μάχης να εγκαταλείψω την αγωνία-
Θα μπορούσες ευγενικά να με οδηγήσεις στη φωτιά;
91
ΤΗε Ραδδΐοηηίε ϊΤεικϋαη Το Ηΐδ Ρονε
Οηΐγ η 3 πιο ίΐιε ά&γ, ιικί ννο’ΙΙ Πγ 3\νιγ
Ιη ίΐιε ί3οε οί οΜ ίιηςίίίίοηδ,
Το ά δ!ιε1ίει*ε(Ι δροί, 5γ ίΐιε λυογΜ Γογ^οϊ,
\¥ίκτε \νεΊI ρ3Γΐ< οηι* ΐηΐιΐβΐίΐοηδ.
Οοιηε 3η(1 §3ζε ίη εγεδ ννΙιεΓε ΐΐιε 1ονε1ί§Ιιί 1ϊε8
Αδ ίΐ ρδγεΙΐ03η3ΐγζεδ,
Αη(1 Ά'Ηεη οηεε γοιι §1εηη ννΗιΙ γοιίΓ ΓίΐηΙΐδίεδ ηιεηη
Τΐίε λνΐΐΐ 1ι ο 1(1 ηο ιηοΓε δηΓρπδεδ.
\\Τιεη γοιι’νε Ιο 1(1 γοιίΓ Ιονε \ν1ΐ3ΐ γούτε ΐΗίη1<ίη§ οΓ
Τ1ιίη§8 λνΐΐΐ 5ε ηιιιοΗ ιηοΓε ίηίοπηαΐ;
ΤΗιόιι§Η 3 δΐιηΐίΐ 13Π(1 ννε’11 §ο Η3ΐκ1-ίη-Η3Γκ1,
ϋπΓίΐη§ §εηΐ1γ Ιΐ3ε1< ΐο ηοπη3ΐ.
λΥΙιίΙε ίΐιε ρ3ΐε ιηοοη §1ε3ΐηδ, ινε ννΐΐΐ (ΐΓε3ΐη δίνεεί
ώ*ε3ΐηδ,
Αη(1 Γ11 ννίη γοιίΓ 3(1ιηίΓ3ΐίοη,
Ρογ ίΐ’δ οηΐγ Μγ ΐο 3(1ιηίί Γηι ΐΗεΓε
\Υίί1ι 3 ηιε3η ίηίεΓρΓεί3ίΐοη.
Ιη ΐΗε δηηήδε §1ο\ν \νε \νί1Ι ννΗίδρεΓ 1ο\ν
ΟΓ ΐΗε δεεηεδ οογ (Ρε3ηΐ8 Η3νε ρ3ΐηίε(1,
Αηά \νΗεη γοηΤε 3<Τνίδε<1 ννΐηιΐ ΐΗεγ δγηιΐιοΐίζεά
\ΥεΊ15ε§ίη ίο Γεεί αοφίαίηίεά.
8ο ινε’11 §3ΐ1γ Πθ3ί ίη 3 δΐηπιβει* βθ3ί
\Υ1ιει*ε δηβεοηδείοηδ ινηνεδ ά3δ5 ννίΜΙγ;
Ιη ίΐιε 8Ϊ3Γ8 ’ δοΓί 1ί§5ί, \νε ννΐΐΐ 83γ §οο(1-ηί§5ί-
Αηά “§οο<1-ηί§5ί!” \νϊ!1 ρηί ΐί ιηίΜΙγ.
92
Ο Παθιασμένος Φροϋδικός στον Έρωτά του
Ονόμασε τη μέρα μοναχά, και θα πετάξουμε μακριά
Παρά τις παραδόσεις τις παλιές,
Σε έναν τόπο προστατευμένο, κι από τον κόσμο ξεχασμένο,
Όπου θα αποθηκεύσουμε τις δικές μας αναστολές.
Έλα και σε μάτια χάζεψε όπου το φως της αγάπης ξάπλωσε
Καθώς ψυχολογεί,
Και όταν κάποτε σταθμίσεις τι σημαίνουν οι δικές σου
ονειροπολήσεις
Η ζωή άλλες πια εκπλήξεις δε θα διατηρεί.
Όταν στην αγάπη σου θα έχεις πει τι σκέφτεσαι περί
Τα πράγματα θα είναι πολύ περισσότερο φιλικά-
Μέσα από γη ηλιολουσμένη θα προχωράμε χέρι χέρι
Υποχωρώντας απαλά πίσω στα κανονικά.
Όσο το χλωμό φεγγάρι θα λαμποκοπά, θα ονειρευτούμε όνειρα
γλυκά,
Και τη δική σου θα κερδίσω εκτίμηση,
Διότι δίκαιο είναι μοναχά να αναγνωρίσεις πως είμαι εκεί δα
Με μια απλή εξήγηση.
Στης ανατολής τη ζεστασιά θα ψιθυρίζουμε λόγια σιγανά
Για τις σκηνές που από τα όνειρά μας έχουν χρωματιστεί,
Κι όταν εσύ θάχεις πληροφορηθεί τι σε εκείνα έχει σαρκωθεί
Όα αρχίσουμε να αισθανόμαστε πως έχουμε γνωριστεί
Έτσι θα επιπλέουμε ευτυχισμένοι σε μια βάρκα κοιμισμένη
Κατά που υποσυνείδητα κύματα ορμούν οργιαστικά-
Στων αστεριών το φως το απαλό καληνύχτα θα λέμε για καλό--
Και, καληνύχτα θα είναι για να το θέσω απλά.
93
ΟIX (ΙΟδΙΓΟδ δίχΐΐΐ 1)6 &ΟΠ1 Γ6ρΓ683Ϊθη8 1x66-
Αδ ίΐ’δ οηΐγ π«Ηΐ ΐο ΐΓοειΙ ΐΐιειη.
Το γοηΓ ε§ο’δ 'Λ'Ηίιηδ I \νί11 δίη§ δννοοί Ιιγηιηδ,
Αΐκΐ 3(1 1ίΙ)ί(1θ Γ6ρ63Ϊ ΐ1ΐ6Π1.
\\Τΐ1ι γοηΓ Η3Π(1 ίη ιηίηο, ίίΐΐγ ννο’ΙΙ Γοοίίηο
Αιηίίΐ 1)ο\νεΓδ οΓ ηεηΓΟδΟδ,
λνΐιίΐε ΐΐιε δυη 8εε1<8 τεδΐ ίη ΐΐιε §Γ63ΐ ηχΐ ννεδΐ
λ\Α ννίΐΐ 8Ϊ1 &η(1 ηχαΐοΐι ρδγείιοδεδ.
8ο εοιηε οίννεί 1 η λνΐιίΐε οη ΐΜΐ άίδΐηηΐ ϊδΐε
Ιη ΐΐιε Ιχ'ΠΙηηΧ Ιχορίο ννοπίΗοΓ;
λ\Τΐ6Γ6 ά ΡγοιχΙ ίη ηοοίΐ ίδ & ΡγοιχΙ ίιχίοοίΐ,
λΥε’ΙΙ 3Κν3γδ 1)0 Ιηη§ Ιο§οΙΗογ.
94
Θα είναι οι δικές μας πεθυμιές ελεύθερες από καταστολές --
Όπως είναι απλά δίκαιο να χειρίζεσαι αυτές.
Στου εγώ σου τις επιθυμίες, γλυκές θα ψάλλω υμνωδίες,
Και για ευχαρίστηση θα επαναλαμβάνω αυτές.
Με το χέρι σου στο δικό μου ακουμπιστά, θα ξαπλώσουμε νωθρά
Ανάμεσα σε αλέες από νευρώσεις,
Ενώ ο ήλιος αναζητά φωλιά στο μεγαλοπρεπές κόκκινο δυτικά
Θα καθίσουμε και θα ταιριάζουμε ψυχώσεις.
Έλα λοιπόν και κατοίκησε για λίγο στη μακρινή εκείνη νήσο
Στη λαμπρή τροπική βροχή
Εκεί όπου ένας Φρόυντ έχει ανάγκη για βοήθεια, είναι ένας Φρόυντ
αλήθεια
Θα είμαστε πάντα Γιουνγκ μαζί.
95
Αηά Ιβί ΗβΓ Ιονβδ, \νΙιβη $1ιβ ί$ άβαά,
Ψήίβ //;/λ· αύονβ Ηβν ΙηοηβΗ:
“Νο πιονβ $1ιβ Ιίνβ8 ίο §ίνβ ιι$ ύτβαά
ΨΗο α.ϊΐίβά ίιβΓ οηΐγ $ίοηβ$. ”
Κι ας αφήσουμε τους αγαπημένους της,
όταν θάναι νεκρή,
Αυτό να γράψουν στα οστά της πάνω:
«Πια δε ζει να μας δίνει άρτο
Ποιος μόνο πέτρες ζήτησε απ’ αυτή.»
ΕρΐίαρΗ Γογ α ϋαΓΐΐη§ Εαύγ
Α11 Ηογ Ηοιηδ ν/ΟΓΟ γείίοχν δ&ηάδ,
Βίολνη ίη ίοοίίδίι \ν1ΐ0ΓΪ8 αηά ΐαδδείδ;
δ1ίρρίη§ ννϊίππίγ ΐΗτου^Η ΙιεΓ Παπά 8;
Ρηίΐεά ίηΐο Ιίΐΐΐε ε&δΐίεδ.
81ιίηγ ά&γ οη δΐιϊηγ ά;ιγ
ΤιιιηΜε ίη & ΓίΐίηΙιονν εΐηΐΐερ
Αδ δΐιε Πίρρεά ΐΗεηι ειΐ 1 η\νηγ,
δεηΐ ΐΗειη δρίηηίη§ (Ιοννη ΐΗε §ιιΐΐεη
Εεανε £ογ ΙιεΓ α τεά γοηη§ τοδε,
Οο γοιίΓ \νηγ, 3η(1 δ&νε γοιίΓ ρΐίγ;
δΐιε ΐδ Ηίίρργ, £ογ δΗε 1αιο\νδ
Τΐιαΐ ΙιεΓ άιΐδΐ ΐδ νοΓγ ρΓοΐίγ.
98
Επιτάφιος για μια αγαπημένη κυρία
Οι ώρες της όλες ήταν αθάρευτη αμμουδιά,
Σε ανέμυαλους σφονδύλους και θυσάνους παρασυρμένη·
Από τα χέρια της ανάμεσα γλιστρώντας ζωηρά-
Σε κάστρα μικρά πατικωμένη.
Μέρα λαμπερή σε μέρα φωταυγή
Σ’ ουράνιου τόξου καταρρέει την ασυγυρισιά
Να στροβιλίζονται τα έστειλε κάτω στη συρμή
Καθώς τα ανέστρεψε όλα μακριά.
Ένα φρέσκο ρόδο κόκκινο, αφήστε για εκείνη
Το δρόμο σας τραβήξτε και η συμπόνια ας φυλαχτεί
Είναι ευτυχισμένη, γιατί γνωρίζει εκείνη
Πως η σκόνη της είναι όμορφη πολύ.
99
ΟΗο$ί8 ο/αΙΙ ηιγ ΙονβΙγ ϊ'ιη.%,
ΨΗο αίίβηά ίοο \νβΙΙ πιγ ρίΙΙονν,
Οαγ ίΗβ \ναηίοη ταΐη Ββξίηχ;
Ηίάβ ίΗβ Ιίηιρ αηά ίβατ/ηΐ \νί/Ιο\ν.
Όλων των υπέροχων αμαρτιών μου φαντάσματα,
Που το μαξιλάρι μου φροντίζετε πολύ καλά,
Χαρούμενη η ανήμερη βροχή ξεκινά-
Την κουτσή και δακρυσμένη κρύψτε ιτιά.
ΤΗε Ηοιηε&οιίγ
Τ1ΐ6Γ6 δίΐΐΐ 3.Γ0 1<ίη(11γ ί1ΐΐη§8 (θΓ 1 ΠΟ ΪΟ 1<ΠΟ\ν,
\ΥΗο ίΐιη ίΐΐν&ίά ίο (Ιγοςιπί, ειίΓειϊίΙ ίο ίεεί-
ΤΜδ Ιΐίίΐε ο Η ει ϊ γ οΓ δεηΛβεά ειηεΐ δΐυπίγ άεαΐ,
Τΐιίδ ε&δγ ΐ>οο!ε, ίΐιίδ ίίΓε, δεύαίε αηά δίολν.
Αηά I δΗίΐΠ δίειγ χνΐίΐι ίΗειη, πογ ΟΓγ ΐΗε \νοε
ΟΓ\νουηάδ αοΓΟδδ ηιγ Γτε&δΙ (Μι (Ιο ηοί Ηοίΐΐ;
Νογ \νΐδ1ι ώαί Βεαηίγ άΓε\ν ά (ΙιιΙΙογ δίεεί,
δίηεε I ειπι δλνοπι ΐο ιηεεί ΙιεΓ &δ α Γοε.
Ιΐ ηι&γ Γε, ννΓιεη ίΗε άενΐΓδ ο\νη ίίηιε ΐδ ίΐοηε,
ΤΙιαί I δΗειΙ 1 Ηο&γ ΐΓιε άΓορρίη§ οΓ ΐΓιε Γ£ΐίη
Αί ηιίάηί^ΐιί, ζηά Ιίε ςυίεΐ ίη ηιγ Γεά;
Ογ δίΓεΐεΗ ειηεΐ δίΓειϊετΓιΐεη ίο ΐΓιε γε11ο\ν δηη;
Ογ Γαεε Ιΐιε ίιιπιϊη§ Ιχεε, &ηά Η&νε ηο ραίη;
δο δ1ι&111 Ιεειτη αί Ιαδί ιηγ Ηο&γΙ ϊδ άεαά.
102
Ο σπιτόγατος
Ακόμη υπάρχουν για εμένα, πράγματα να γνωρίσω, καλά
Που να αισθανθώ φοβάμαι, φοβάμαι να ονειρευτώ-
Η μικρή αυτή καρέκλα από τριμμένο πεύκο, ανθεκτικό
Το χαλαρωτικό αυτό βιβλίο, η ήρεμη και γαλήνια φωτιά.
Κι εγώ μαζί τους θα μείνω, ούτε θα κλάψω τη συμφορά
Για πληγές αθεράπευτες στο στήθος μου λοξά-
Ούτε εύχομαι να ζωγράφισε η ομορφιά ατσάλι πιο θολό,
Αφού ορκισμένη είμαι να την συναντήσω σαν εχθρό.
Ίσως νάναι, όταν η ώρα του διαβόλου τελειώσει
Που τη βροχή θ’ ακούω να σταλάζει
Τα μεσάνυχτα, κι ήσυχη στο κρεβάτι ξαπλωμένη-
Ή προς τον κίτρινο ήλιο έχω τεντωθεί κι ισιώσει-
Ή πόνο να μην έχω, το δέντρο κοιτώντας να αλλάζει -
Έτσι επιτέλους θα μάθω πως η καρδιά μου είναι πεθαμένη.
103
ΙηίεηοΓ
Ηογ ΐϊΐίηά Ιίνεδ ίη ά ςιπεΐ γοοπι,
Α ΠϋΓΓΟΧν γοοπι, ίΐπά ΙίΐΠ,
λνϊΐΐι ρΓείίγ Ιϋπιρδ ΐο ςυεηεΗ ΐΗε §1οογπ
Αηά ιηοΐΐοεδ οη ώο \νπ11.
ΤΙιεΓε ίΐΐΐ ΐΗε ΐ1ιίη§8 &γο νναχεη ηεαΐ
Αηά δει ίη (ΙεεοΐΌΐΐδ Ιίηεδ;
Αηά ιΗογο είτε ροδίεδ, Γοιαπά ιιηά δλνεεΐ,
Αηά Ιίΐΐΐε, δίτειίίξΗίεηεεΙ νΐηεδ.
ΗεΓ ιηίηά Ιΐνεδ Ιίίίίΐγ, ειρειτί
Ργογπ εοΐά 3Π(1 ηοίδε αηά ρ&ίη,
Αηά Ιτοΐΐδ ΐΗε <1 οογ &§αΐη8ΐ ΙιεΓ ΙιοίΐΓΐ,
Οιιΐ \ν&ί!ίη§ ίη ώε ταπί.
104
Εσωτερικό
Σε τόπο ήσυχο το μυαλό της αρμενίζει,
Ένα ψηλό δωμάτιο και στενό,
Με λάμπες όμορφες τη κατήφεια να δροσίζει
Και στον τοίχο, γνωμικό.
Ολοκάθαρα είναι όλα τα πράγματα εκεί
Και σε γραμμές όμορφες βαλμένα-
Κι υπάρχει δέσμη από άνθη, φρέσκια - δροσερή,
Και μικρά αμπέλια, ισιωμένα.
Ο νους της ζει σημαντικά,
Χώρια από κρύο, πόνο και βοή,
Την πόρτα αμπαρώνει κόντρα στην καρδιά,
Θρηνώντας έξω, μέσα στη βροχή.
105
Αϊίεπιοοη
λνΐιεη I άώι οΐά, αηά εοηιί'οΓίεύ,
Αηά άοηε \νίώ ίίιίδ ύεδίΓε,
λνϊΐΐι ΜεηιοΓγ ίο δίιηο ιηγ βεά
Αηά Ρεαεε ΐο $1ΐ3Γε ιηγ ίίΓε,
Γ11 οοηΛ ιηγ Ιι&ϊγ ίη δε&Πορεά βαηάδ
Βεηε&ίΗ ηιγ ΙαυηάεΓεά ε&ρ,
ΑηίΙ 'Λ'ίΐΐεΙι ιηγ εοοί ηηί βη§ί1ε Ηϊΐιηίδ
Βίε 1ί§ίιί ιιροη ιηγ 1&ρ.
Αηά I \νί11 Β&νε & δρή§§ε(1 §ο\νη
λνίΐΐι Ιίΐεε ίο Ιάδδ ιηγ ίΐηοαί;
Γ11 άπι\ν ιηγ ευιΊαίη ίο ίΗε ίο\νη,
Αηά Ηιπη α ριΐΓπη§ ηοίε.
Αηά Γ11 £θΓ§εί ίίιε \ναγ οί ίεακ,
Αηά γοοΒ, ιιηά δίΐΓ ιηγ ίεει.
Βιιί οίι, I ννΐδίι ίίιοδε Μεδδεύ γε&κ
\ΥθΓε ίηΓίΙιεΓ ΐΗ&η ίΗεγ Ιοε!
106
Απόγευμα
Μεγάλη όταν θα είμαι, και ανακουφισμένη,
Και με την επιθυμία αυτή τελειωμένη,
Με τη Μνήμη το κρεβάτι μου να μοιράζεται
Και τη Γαλήνη το πάθος μου ν’ ασπάζεται,
Σκάλες θα χτενίσω τα μαλλί
Κάτω απ’ το πλυμένο το σκουφί,
Και θα παρατηρώ τα χέρια μου απαθή και λεπτά
Ακουμπισμένα ελαφρά επάνω στην ποδιά.
Και θα έχω μια ρόμπα κλαρωτή
Το λαιμό δαντέλα να μου φιλά-
Στην πόλη θα αφήσω την κουρτίνα ανοιχτή,
Και θα ψιθυρίσω μια νότα γουργουριστά.
Και θα ξεχάσω τον τρόπο των δακρύων,
Και θα λικνίζομαι, το τσάι μου θα ανακατεύω.
Αλλά ω, ελπίζω τα ευλογημένα χρόνια αυτά
Από ότι είναι τώρα, να ήταν πιο μακριά!
107
ΤΗε Ιήίίΐε Οΐίΐ Εαβγ
I \να$ δενεηίγ-δενεη, εοιηε Αυ^ιΐδί,
I 8ΐι&11 δβοΒίγ Ρε 1θδίη§ ηιγ Ρΐοοηι;
Ι’νε εχρεπεηεεβ ζερβγτ αηβ τανν §ηδί
Αηβ (δγιηΐ)θ1ϊο&1) βοοβ αηβ δήηοοηι.
\\Τιεη γοιι εοιηε ίο ίΡϊδ ίίηιε οΓ αΡαίειηεηί,
Το ΐΗίδ ρ&88Ϊη§ ίΐοιη διηηηιεΓ ΐο ΡαΠ,
Ιΐ Ϊ8 ιηαηηεΓδ ίο ΐδδηε α δίαίειηεηί
Αδ ίο ννΐι&ΐ γοιι §οί οηί οί ΐί αΠ.
δο Γ11 8£ΐγ, ίβου§β Γεβεείϊοη ιιηηεΓνεδ ιηε
Αηβ ρΓοηοιιηεειηεηίδ I βοβ§ε αδ I εαη,
ΤΗαί I Ιΐιίη1< (ΐί ηιγ ιηειηοΓγ δΟΓνεδ ιηε)
ΤΙιογο \ν&8 ηοίΗίη§ ιηοΓε βιη ίΡαη α ηιηη!
Ιη ιηγ γοιιίΗ, \νΗεη βίε ΟΓεδεεηί \ναδ ίοο \ναη
Το ειηΡαιταδδ ννίίΗ Ρεαηΐδ βοηι αΡονε,
Βγ ίβε αίβ οί δοιηε βιεαΐ ϋοη Ιηαη
I ίεβ ίηίο ίβε Η αβά οΓ Ιονε.
Αηβ I Ιειιπιεβ βο\ν ίο 1<ίδδ αηβ βε ιηειτγ- αη
Εβιιεαίίοη Ιεβ ΡείίεΓ ηηδηη§.
Μγ ηε§1εεί οΓ ίβε νναΙεΓδ Ρϊεπαη
108
Η μικρόσωμη γριά κυρία
Ήμουν εβδομήντα επτά, τον Αύγουστο που θαρχόταν,
Η νεότητά μου σύντομα θα χανόταν-
Δοκίμασα ζέφυρο και άνεμο δυνατό κι υγρό,
Και (συμβολικά) πλημμύρα κι άνεμο ξηρό.
Όταν στην ώρα του τέλους φτάσεις,
Από Καλοκαίρι σε Φθινόπωρο, το πέρασμα αυτό,
Είναι ευγενικό μια εκτίμηση να μοιράσεις
Σαν τι έβγαλες από όλο αυτό.
Έτσι θα πω, αν κι ο συλλογισμός με θορυβεί
Και τις επίσημες ανακοινώσεις παραμερίζω όσο μπορώ,
Αυτό νομίζω (αν η μνήμη μου με υπηρετεί)
Από έναν άντρα τίποτε δεν υπήρχε πιο διασκεδαστικό!
Στη νιότη μου, όταν το μισοφέγγαρο ήταν πολύ ασθενικό
Ώστε με τις φεγγαραχτίδες από πάνω να μου φέρνει δυσκολία
Με τη βοήθεια από κάποιον γόη κοντινό
Στης αγάπης έπεσα την εξουσία.
Και πώς να φιλώ έμαθα και ναμαι χαρωπή- μια
Γνώση που έμεινε καλύτερα δίχως να αναφερθεί.
Η αδιαφορία μου για της Πιερίας των νερών την πνοή.
109
\ν&δ α βε&ικί&ΐ, ν/Ιιεη θΓ&ικ1ηι& \ν&8 γοιιη§.
Τ1ιοιι§1ι ΐΗε δΡ&ΙΛγ ιιηΐΊίΐΙίΐηοοίΙ ΐΗε δρίοηίΐκΐ,
Αηά ΐΗε ΡίΐΙεΓ οαΐ ηιε&δΐίΓεά ΐΗε δλνεεί,
I δΡοιιΙά εεΓίίΐίηΙγ άο &8 I ΐΡεη άίά,
\ΥθΓε I §ΐνεη ΐΗε εΐι&ηεε ΐο τερεαΐ.
Ρογ εοηΐΓΪΐίοη Ϊ8 Ηοΐΐονν απά ν,τ&ίΐΗΓιιΙ,
Αηά Γε§Γεΐ ΐδ ηο ρειτί οΓιηγ ρΐίΐη,
Αηά I Ιΐιίη1< (ίΓηιγ ιηειηοΓγ’δ ΓίΐίΐΗΓιιΙ)
ΤΙιογο \ν&8 ηοΐΗίη§ ιηοΓε Γιιη ΐΗίΐη ά ιηαη!
110
Σκάνδαλο ήταν όταν η γιαγιά ήτανε νιά.
Αν και το άθλιο ανισορροπούσε το εξαιρετικό
Και η πίκρα με το γλυκό αναμετριόταν,
Θα έκανα σίγουρα όπως έπραττα εκείνο τον καιρό,
Αν η ευκαιρία να επαναλάβω, μου δινόταν.
Διότι η μετάνοια είναι δίχως νόημα και κρύβει οργή,
Και μέρος του σχεδίου μου δεν έχω τον οικτιρμό
Και σκέφτομαι (αν η μνήμη μου μού είναι πιστή)
Από έναν άντρα τίποτε δεν υπήρχε πιο διασκεδαστικό!
111
Αιι§ιι$ί
ΝΥΗοη ιηγ εγεδ &Γε λνεεάδ,
ΑικΙ ιηγ Ιίρκ &Γε ρεΐαΐδ, 8ρίηηίη§
ϋο\νη ΐΐιε ννίικί ΙΗ&Ι Η&δ βε§ίηηίη§
ΝΥΠογο ΐΗε επηηρίεά βεεείιεδ δίειτί
Ιη ά Γπη§ε οΓ δαίΐγ τεεάδ;
\ΥΗεη ιηγ απηδ αΓε εΜεΓ-βηδΙιεδ,
ΑικΙ ΐΐιε Γ&η§γ Ιΐΐαε ρυδίιεδ
υρ\ν&Γ(1, ιψνν&ιτί ΙΙηου^Η ιηγ ΙιεητΙ;
δηηυηεΓ, άο γοηΓ \νοΓ8ΐ!
Ι^ϊ§1ιΙ γουΓ ΐϊηδεί ιηοοη, αηά εειΐ 1 οη
Υοιη ρεΓίοπηίη» δί&Γδ ΐο ίαΐΐ οη
Ηεα<11οη§ ΐΗτου^Η γοηΓ ρηρετ δ1<γ;
ΝενεπηοΓε δΗ&ΙΙ1 5ε ειίΓδεά
Βγ & βηδίιεά Άηά αηκηοηδ δίαΐΐεπι,
λΥίβι Ηογ άιΐδΐγ Ιηεεδ’ ρηΙΙετη
ΤΓ3Ϊ1ίη§, ηδ δ5ε 8ΐχ&§§1ε8 5γ.
112
Αύγουστος
Όταν τα μάτια μου θάναι ασθενικά
Και πέταλα που κλώθουν, τα χείλη
Στον άνεμο που θάχει φύγει
Εκεί που, τσακισμένες ξεπετάγονται οι οξιές, μέσα
Σε ένα κρόσσι από καλάμια αλμυρά-
Όταν τα μπράτσα μου (θα) είναι θάμνοι από κουφοξυλιά
Και, ψηλή και λεπτή, θα σπρώχνει η πασχαλιά
Προς τα επάνω, προς τα επάνω, από την καρδιά μου μέσα-
Καλοκαίρι, όσο άσχημα τόσο πιο καλά!
Άναψε το φεγγάρι σου το γυαλιστερό
Και τ’ άστρα κάλεσε απ’ το χάρτινο ουρανό
Παιχνιδιάρικα να πέσουν με ορμή-
Δε θα με καταραστεί ποτέ ξανά
Μια ερωτόληπτη πουτάνα φουντωμένη
Με το σχέδιο από δαντέλες σκονισμένη
Σέρνοντας, καθώς προς τα εκεί ακολουθεί!
113
8οη§ Ιη α Μιπογ Κεγ
ΤβεΓε’δ ά ρίειεε 11<ηο\ν \νβεΓε ΐΗε βίιτίδ 3\νίη§ 1ο\ν,
Αικί ννκγνν&Γίί νΐηεδ §ο Γοαπιίη§,
ΝΥΗεΓε ΐΗε ίΐί&εδ πού, ζηά ά ηι&ΓβΙε §οά
Ιδ ραίε, ίη δεεηΐεά §1οαιηίη§.
Αικί &1 δυηδεΐ ιΗογο εοηιεδ α ΙειεΙγ Γειϊ γ
λΥβοδε εγεδ αΓε άεερ ν/ίΐΗ γεαπιίη§.
Βγ αη οΐά, οίά §&ΐε άοεδ ΐβε ίαάγ λναΐί
ΗεΓ ο\νη ΐηιε Ιονε’δ Γεΐιιηιίη§.
Βυΐ Ιΐιε ίίηγδ §ο βγ, αικί ΐβε ίίίαεδ βίε,
Αικί ίΓεηιβ1ίη§ βίηΐδ δεεβ εονερ
Υεΐ ΐβε βκίγ δΐ&ηάδ, \νίίβ ΗεΓ 1οη§ \νβίίε βαηάδ
Ηείά οηί ίο §Γεεΐ ΗεΓ ΙονεΓ.
Αικί ίΐ’δ ΐΗεΓε δΗε’11 δίαγ ΐϊίί ΐΗε δίκκίοννγ άαγ
Α ηιοηιιηιεηί ΐΗεγ §Γ&νε Ηεπ
8Ηε \νϊίί αίλναγδ νναίΐ βγ ΐβε δηηιε οίά §αίε, —
Τβε §αίε βεΓ Ιαιε ίονε §ανε Ηεη
114
Τραγούδι σε κλίμακα ελάσσονα
Ξέρω, υπάρχει ένας τόπος όπου τα πουλιά αιωρούνται ταπεινώς,
Κι απείθαρχα τα αμπέλια περιπλανώνται ασκόπως,
Όπου οι πασχαλιές γνέψουν, και ένας μαρμάρινος θεός
Στο αρωματισμένο το λυκόφως είναι ωχρός.
Και νάτη έρχεται στη δύση μια κυρά ξανθιά
Που τα μάτια της βαθειά έχουν λαχτάρα /παθιασμένη.
Σε μια παλιά, η κυρά περιμένει, εξώθυρα παλιά
Τη δική της να γυρίσει αληθινή αγάπη /περιμένει.
Μα οι μέρες περνούν, και οι πασχαλιές πεθαίνουν,
Και φοβισμένα ψάχνουν τα πουλιά να καλυφθούν-
Ακόμη στέκεται η κυρά, με τα μακριά λευκά της χέρια
Τεντωμένα τον εραστή της να χαιρετούν.
Κι είναι εκεί που θα μένει μέχρι τη σκιερή μέρα
Ένα μνημείο να σμιλέψουν για ’κείνη
Θα περιμένει πάντα στην ίδια παλιά εξώπορτα, --
Την εξώθυρα που η αληθινή της αγάπη έδωσε σε ’κείνη.
115
Ραηάδοαρε
Νο\ν βιΐδ ιηυδί Ρε βίε δ\νεείεδί ρΐαεε
Ργογπ Ηογο ίο Ρεανεη’δ εηβ;
ΤΙιε βείά ϊδ \νΡίίε αηβ ήο\νεπη§ Ιαεε,
ΤΙιε ΡΪΓοΡεδ Ιεαρ αηβ Ρεπά,
ΤΙιε ΗίΙΙδ, Ρεηεαίβ ίΡε Γονϊη§ δυη,
Ργοπι §Γεεη ΐο ριΐφίε ρ&δδ,
ΑικΙ Ιίίίΐε, ίπβΐη§ Ιττεεζεδ ηιη
ΤΡεϊτ βη§εΓδ ίΡτοιι§β ίβε §Γαδδ.
8ο §οοά ίΐ ϊδ, δο §αγ ΐί ϊδ,
8ο εαΡη ίί ϊδ, &ηβ ρπΓε.
Α οηε \νΡοδε εγεδ πι&γ ΙοοΡ οη βιϊδ
Μπδί βε βίε Πειρρΐετ, δΐίΓε.
Βυί πιε-1 δεε ΐί β&ί αηβ §Γ&γ
Αηβ βΙπΓΓεά \νϊίΡ ιηίδεΓγ,
Βεε&πδε ά Ιαβ ά πιίΐε &\ναγ
Η&δ Ηίίΐε ηεεά οί πιε.
116
Τοπίο
Τώρα αυτός πρέπει να είναι ο τόπος ο πιο γλυκός
Από εδώ ως το τέλος τ’ ουρανού-
Είναι λευκός, ένα σιρίτι που ανθίζει ο αγρός,
Οι σημύδες την ευκαιρία αρπάζουν να υποκλιθούν,
Κάτω από ήλιο περιπλανώμενο οι λόφοι,
Από πράσινο σε μωβ πέρασμα διαβαίνουν,
Τα δάχτυλά τους ανάμεσα στη χλόη
Και μικρές, τεμπέλικες απλώνουν πνοές ανέμου.
Τόσο καλά, τόσο λαμπρά είναι,
Τόσο ήρεμα είναι, και αγνά.
Ο πιο ευτυχισμένος πρέπει σίγουρα να είναι
Κάποιος που τα μάτια του θα δουν αυτά.
Αλλά ανούσιο το βλέπω εγώ- και γκριζοντυμένο
Και από δυστυχία μουτζουρωμένο,
Γιατί ένας φίλος ένα μίλι μακριά
Έχει λίγη ανάγκη από εμένα.
117
Οαι-ίίρη - δροί
Οοά’δ αοΓε \ναδ ΙιεΓ §ηπ1εη-δροί, δίιε δ&ίά;
δίιε δ&ΐ ιΗογο οΓίεη, οΓ Ιΐιε $γιιώιώογ άαγδ,
Πίίΐε αηά δΙΐΐΊΐ αηά δ\νεεί, αιηοη§ ΐΐιε ίΐε&ά,
ΗεΓ Ηεπγ ά Γ&ΗΙο ίη ΐΐιε Ιενεΐεά ταγδ.
δίιε ΐιίΓηείΙ ΐΗε ία<1ίη§ χνΓεαίίι, ΐΐιε αιδίεά οΓΟδδ,
Αηά 1 <ηε 1 ί ΐο εοαχ αβοαί ΐΗε \νΐΓγ δΐειη.
I δεε ΗεΓ §εηί1ε Γιη§εΓδ οη ΐΗε ιηοδδ
Νο\ν ϊί ΐδ ηη§υίδΗ ΐο γοπίοιώΗογ ΐΗειη.
Αηά οηεε I δηνν ΗεΓ \νεερίη§, ν/Ηοη δΐιε ΓΟδε
Αηά \ν&11<ε(1 ά λναγ Άηά ΙυΓηεά ίο 1οο1< γιγογιγιγΙ-
ΤΗε ςυίε1< ηηά εηνίουδ ΐε&Γδ οΓοηε ΐΗειΐ 1<ηο\νδ
δίιε δΗπΙΙ ηοί Ιίε ίη εοηδεοΓ&ίεά §γοιπκ1.
118
Σημείο κήπου
Το σημείο του κήπου της, είπε, ήταν η έκταση του Θεού-
Γλυκιά λεπτή μικρή σε νεκρούς ανάμεσα,
Συχνά καθόταν εκεί, τις μέρες του καλοκαιριού,
Τα μαλλιά της, ένα παραμύθι στις ήσυχες αχτίδες ανάμεσα.
Το μαραμένο στέφανο έστριψε, τον σκουριασμένο σταυρό,
Και γονάτισε να καλοπιάσει κοντά στον συρμάτινο κορμό.
Στα βρύα πάνω είδα τα δάχτυλά της τ’ απαλά
Αγωνία με κατέχει τώρα να θυμάμαι αυτά.
Και κάποτε, όταν σηκώθηκε και περπάτησε μακριά
Και γύρισε τριγύρω να κοιτάξει, την είδα να κλαίει--
Δάκρυα γρήγορα και φθονερά,
Μιας που γνωρίζει, πως σε γη αγιασμένη, δε θα καθεύδει.
119
ΤΗε \¥Μίε Ι,αάγ
I εαηηοΐ Γεδΐ, I ε&ηηοΐ Γεδί
Ιη 8ΐΓ&ϊ§1ιΐ Άηά δΜηγ \νοοά,
Μγ \νονεη Ηίΐηιΐδ ιιροη ιηγ ΙίΓΟ&δΙ—
ΤΙιε άεαά &Γε αΐΐ 80 §οοά!
ΤΙιε εαΓΐΙι ίδ εοοί ηεΓΟδδ ΐΙιεΪΓ εγεδ;
Τΐιεγ Ιίε ΐΙιεΓε ςιιίεΐΐγ.
Βιιΐ I ηηι ηείΐΙιεΓ οΐά πογ \νΐδε;
Τΐιεγ άο ηοΐ λνεΐεοιηε πιε.
ΝΥΠογο ηενεΓ I νν&11<0(1 αίοηε ΙγοΓογο,
I νν&ηάεΓ ίη ΐΐιε λνεεάδ;
Αικί ρεορίε δεΓε&Γη αηά Ιγ&γ ΐΗε άοορ
Αικί Γ&αίε Άί ΐΙιεΪΓ βε&άδ.
\Υε εαηηοΐ Γεδί, \νε ηενεΓ Γεδΐ
λνϊΐΐιίη ά η&ΓΓ0\ν Ιτεεί
\ΥΗο δΐϊΐΐ ιηηδί Ιονε ΐΗε 1ΐνίη§ βεδί--
\ΥΗο Ηπιε ΐΗε ροηιροηδ άεαά!
120
Η λευκή κυρία
Δε μπορώ να ησυχάσω, να ησυχάσω δε μπορώ
Σε ξύλο ανόθευτο και λαμπερό
Τα χέρια μου πλεγμένα στο στήθος μου πάνω είναι—
Τόσο καλοί όλοι οι νεκροί είναι!
Ψυχρή είναι η γη στη δική τους πέρα τη ματιά-
Ήσυχα εκεί είναι ξαπλωμένοι.
Μα ούτε σοφή είμαι ούτε γριά -
Να με καλωσορίσουν δε λένε/ οι καημένοι.
Περιπλανώμαι στα χορτάρια
Εκεί που μόνη πριν δεν περπάτησα ποτέ
Σκούζουν οι άνθρωποι, φράζουν τα πορτάρια,
Και τα χάντρινά τους κροταλίζουν/ τα κολιέ.
Ποτέ δεν ησυχάζουμε, να ησυχάσουμε δε μπορούμε
Μέσα σ’ ένα κρεβάτι στενό
Όποιοι τη ζωή ακόμη καλύτερα αγαπούνε
Εκείνοι τον πομπώδη, μισούν να δουν νεκρό.
121
ΡΓαγεΓ Γογ Α ΡΓαγβΓ
ϋοίίΓΟ^Ι οηε, ννΗεη I &ιη άείκί
ΝενεΓ δεείί ΐο £ο11ο\ν πιε.
ΝενεΓ ιηοιιηΐ ΐΗε ςιιίεΐ Ιιϊΐΐ
\νΐιεΓε ΐΗε εορρεΓ Ιεανεδ βγο 8ΐί11,
Αδ ιηγ ΙηεείΓΐ ϊδ, οη ΐΗε Ιχεε
§1αηάίη§ αΐ ηιγ η&ιτο\ν βεά.
Οηΐγ οΓ γοιίΓ ΐεηάεπιεδδ,
Ργ&Υ ά Ιίίΐΐε ρτ&γεΓ &1 ηΐ§1ιΐ.
8αγ: “I Ιι&νε £θΓ§ΐνεη ηο\ν-
I, δο λνε&ΐί Άηά δαά; Ο ΤΙιου,
\¥Γε;ιΐΗείΙ ίη ΐΗιιηάεΓ, Γοβεά ίη 1ί§Ηΐ,
διίΓεΙγ ΤΙιου \νί1ί άο ηο Ιεδδ.”
122
Παράκληση για κάποιον που προσεύχεται
Αγαπημένε, ο ίδιος εσύ, όταν θάμαι πεθαμένη
Μη γυρέψεις ποτέ πίσω μου ναρθείς.
Τον ήσυχο λόφο ποτέ μην ανέβεις
Εκεί που πάνω στο δέντρο τα χάλκινα φύλλα θα εύρεις,
Να ησυχάζουν, όπως τη δική μου καρδιά θα ειδείς
Στο στενό μου κρεβάτι ξαπλωμένη.
Από δική σου μόνον αν είναι τρυφερότη
Μια προσευχή το βράδυ πες μικρή
Πες: «Σ’ έχω συγχωρήσει τώρα-
Ο αδύναμος εγώ τόσο, και λυπημένος σφοδρά-
Ω εσύ, από φως ντυμένη, τυλιγμένη σε βροντή,
Όχι πιο λίγο σίγουρα χάνεις κι εσύ τη θαλερότη.»
123
Καΐηγ Νΐ§Ηί
ΟΡοδΐδ οΐ 311 ιηγ 1ονε1γ δϊηδ,
\ΥΗο &ΙΙογκΙ ΐοο \νε11 ιηγ ρί11ο\ν,
Οαγ ΐΐιε χναηΐοη γ&ϊπ Ρε§ϊηδ;
Ηΐάε ΐΡε Ιίιηρ αηά ΐεαιΐηΐ \νϊ11ο\ν.
Τιιγπ αδίάε γουΓ εΥεδ αηά ε&Γδ,
ΤγηϊΙ α\ναγ γοιη ΓοΡεδ οΓ δοιτολν,
Υου δΡ&ΙΙ Ράνε ιηγ ΡιγϊΡογ γε&Γδ-
Υου δΡ&11 \ν&11< \νΡΡ πιε ΐοπιοιτολν.
I ίΐηι δίδΐεΓ ΐο ΐΡε ταίη;
?εγ &ηά δικΜοη Άηά ιιηΗο1γ,
ΡεΙιιΙ&ηΙ αΐ ΐΡε \νίηάο\νραηε,
(3ιιϊεΡ1γ Ιοδΐ, ΓοιηοιηΡοπχΙ δ1ο\ν1γ.
I Ράνε Ιίνεά \νΡΡ δΡ&άεδ, α δΡαάε;
I αιη Ρυη§ \νϊΐΡ §ΓανεγαιχΙ βσννεΓδ.
Ρεΐ πιε Ρε ΐοηί§Ρΐ &π*&γεά
Ιη βίε δϋνεΓ οΓβίε δΡο\νεΓδ.
ΕνεΓΥ β·&§ί1ε ΐΡίη§ δΡαΙΙ ηΐδΐ;
λΥΡεη αηοΐΡεΓ Αρπΐ ρ&δδεδ
I ιηαγ Ρε ά Γυιτγ άπδΐ,
8ίΡΐίη§ ϊΡγοπ§Ρ βίε ΡπΡίε §Γαδδεδ.
124
Νύχτα βροχερή
Όλων των υπέροχων αμαρτιών μου φαντάσματα,
Που το μαξιλάρι μου φροντίζετε πολύ καλά,
Χαρούμενη η ανήμερη βροχή ξεκινά-
Την κουτσή και δακρυσμένη κρύψτε ιτιά.
Τα μάτια σου αλλού στρέψε και τ’ αφτιά,
Της θλίψης τον μανδύα τράβηξε μακριά,
Τα χρόνια μου του μέλλοντος θα έχεις—
Μαζί μου αύριο θα περπατάς.
Είμαι της βροχής αδελφή-
Αφύσικη, ανίερη, καταδικασμένη,
Στο τζάμι νευρική
Που γρήγορα χάνεται, αργά ανακλημένη.
Με σκιές έχω ζήσει, μια σκιά-
Με άνθη κοιμητηρίων κρεμασμένη.
Αφήστε με απόψε στολισμένη
Σε μιας βροχούλας τα ασημιά.
Κάθε πράγμα εύθραυστο θα σκουριάσει-
Όταν ένας άλλος Απρίλης περάσει
Μπορεί μια σκόνη νάμαι χνουδωτή,
Τα ευαίσθητα χόρτα κοσκινίζοντας με προσοχή.
125
Α11 δ\νεεΐ δίηδ δ1ι&11 5ε Γογ§οϊ;
\\Τιο \νί11 Ιΐνε ΐο ΐεΐΐ ί5εΐΓ δίπη§?
Ηε&Γ πιε ηο\ν, πογ Ιεΐ πιε γοϊ
λνίδΐίαΐ δίΐΐΐ, ϊΐηά δΐίΐΐ &δρίπη§.
05ο8ΐδ οΓ ΟεείΓ Ιειηρίυΐΐοπδ, Ηεεά;
I 3πι 6&ΐ1, 5ε γου £θΓ§ΐνΐη§.
8εε γου ηοΐ ΐΗαΙ I Η&νε ηεεά
Το 5ε 1ΐνΐη§ \νΐΐ5 ΐ5ε 1ΐνΐη§?
δυίΐ, ΐοηί§5ΐ, ΐΗε δΐγχ’δ 5γο&8ϊ;
Οΐίάε υπιοη§ ΐ5ε (ϋιη ρΓοεεδδίοπδ
ΟΓΐ5ε εχςυίδίΐε πη51ε8ΐ,
δρίπΐδ οΓ πιγ δΗϊίΓεά 1χ&ηδ£Γθδδίοη8,
Κουπί \νίΐ5 γοιιη§ ΡεΓδερ5οηε.
Ρ1υε1<ίη§ ρορρίεδ Γογ γοιίΓ δ1ππι5εΓ...
λνϊίΐι ΐ5ε ιηοπΌ\ν, ΐ5εΓε δΗυΙΙ 5ε
Οηε ιηοΓε ννΓηϊΐΤι υπιοη§ γοπΓ ηππι5εΓ.
126
Οι γλυκές αμαρτίες όλες θα ξεχαστούν-
Ποιος θα ζήσει τη γέννησή τους να εξιστορήσει;
Ακούστε με τώρα, κι ούτε να μ’ αφήσετε να εκφυλιστώ
Νοσταλγική ακόμη κι ακόμη φιλοδοξώ.
Αγαπημένων πειρασμών φαντάσματα, προσέξτε-
Αδύναμη είμαι, επιεικής νόστε.
Εκείνο που ανάγκη θάχω, δεν θα το δείτε
Ώστε με τους ζωντανούς να ζείτε;
Απόψε στο στήθος αρμένισε της Στυγός-
Στις σκοτεινές διαδοχές ανάμεσα γλίστρα
Από τα εξαίσια καταραμένα
Πνεύματα των κοινών παραβάσεών μου,
Με τη νεαρή περιπλανηθείτε, Περσεφόνη.
Παπαρούνες μαδώντας για τον ύπνο σας...
Με το αύριο θα υπάρχει
Στα μετρημένα σας ανάμεσα, ένα στοιχειό ακόμη.
127
ΕρΐίαρΗ
ΤΙιε ίίΓδΐ ΐίιηε I άίεά, I λν&ΐ^είΐ ιηγ λναγδ;
I ίοΐΐοννεά ίίιε βίε οί 1ίιηρίη§ ύαγδ.
I ΙιεΜ ηιε ίαίί, λνίίίι ιηγ 1ιε&<1 βηη§ υρ,
Βηί I άίίΓεά ηοί ίοοίί οη ΐΗε ηε\¥ ιηοοη’δ ειιρ.
I ΤαΓεύ ηοΐ 1οο1< οη ίΐιε 8\νοοί γοηη§ ηιίη,
Αηά βείχνεεη ιηγ πβδ \ν&8 3 §1ε&ιηίη§ ρ3ΐη.
ΤΙιε ηεχί ΐίιηε I (ϋεά, ίίιεγ 1αϊ<1 ιηε ίΐεερ.
Τίιεγ 8ρο1<ε ννοιη ννοτάδ ίο ίηιίίονν ιηγ δίεερ.
Τίιεγ ίοδδείΐ ιηε ρείίΐΐδ, ίίιεγ \ντε3ΐΗεά ιηε ίεπι,
Τίιεγ λ¥εΐ§ίιίε(1 ιηε ίΐοννη λνίίίι 3 ηηιιβίε ηπι.
Αηά I ίίε ΙιεΓε ννηπη, αηά I ίίε ΙιεΓε άνγ,
Αηά λναίείι ίίιε ννοπηδ δίίρ 6γ, δίίρ 6γ.
128
Ταφικό επίγραμμα
Την πρώτη που πέθανα φορά, με τους τρόπους μου περπάτησα-
Το αρχείο των νωθρών ημερών συνοδέυσα.
Με το κεφάλι προς τα πάνω να πετά, ψηλά με συγκρατούσα
Μα το νέο του φεγγαριού κύπελλο να κοιτάξω δεν τολμούσα.
Να κοιτάξω δεν τολμούσα τη γλυκιά νεαρή βροχή,
Και στα πλευρά μου ανάμεσα μια φλόγα πόνου ήταν μικρή.
Την επόμενη που πέθανα φορά, μ’ έθαψαν βαθειά.
Λέξεις τριμμένες έταζαν στον ύπνο μου σα μεταλαβιά.
Πέταλα μου πέταγαν, με στεφάνωναν με φτέρη,
Με πίεσαν κάτω με πιθάρι, μάρμαρο να φέρει.
Κι είμαι ξαπλωμένη εδώ ζεστά, και ξαπλωμένη είμαι εδώ στεγνά,
Και τα σκουλήκια βλέπω πέρα να γλιστρούν, να γλιστρούν μακριά.
129
ΕιιΙΙηβγ
δίεερ, ρτεΐΐγ Ιεκίγ, ΐΗε ηί«Ηΐ ίδ εηίοΐάϊη^ γου;
Οπή, Άηά 80 1ί§Μγ, οη ΟΓγδίαΙΙίηε δίτεαπίδ.
ΝΥπιρροά ίη ϊΐδ ρετίαιπεδ, ΐΐιε ά&Γίαιεδδ ϊδ ίιοΐάίη» γου;
δί&Γΐί§1ιί 5εδρίΐη§1εδ ίίιε \ναγ οΓ γοιη άΓεαηΐδ.
Οιοηΐδ ΐΗε ηί«Ηΐίη§&1εδ, \νΐδίίίι11γ απιοΓουδ;
Βίεδδεάΐγ ςυϊεί, ΐΐιε ΐ>1&Γε οΓΐΐιε άηγ.
Α11 ΐΐιε δ\νεεί ΙιουΓδ ιη&γ γοιίΓ νΐδϊοηδ βε §1&ΓηοΓου8-
δίεερ, ρΓεΐΐγ ΙειιΙγ, &δ 1οη§ αδ γου ιηηγ.
δίεερ, ρΓεΐΐγ ΙειοΙγ, ΐΗε ηί«Ηΐ δίι&ΙΙ βε δίίΐΐ £ογ γου;
δϋνοΓεά ειηιΐ δίΐεηί, ίί ν/αΐεΐιεδ γου τεδί.
Εαείι Ιίίίΐε βΓεεζε, ίη ϊΐδ εη^εηιεδδ, \νί11 ϊογ γου
ΜιιπηιΐΓ ίΗε ιηεΐοάίεδ αηεϊεηΐ Άηά Ιοίεδί.
δο ίη ίίιε ιηίάηί«Ηΐ άοεδ Ηειρρίηεδδ εηρΐυΓΟ υδ;
Μοπιίη» ίδ άίηι \νίΐίι αηοίίιεΓ άαγ’δ Ιε&Γδ.
Οίνε γοιίΓδεΠ' δννεείΐγ ίο ίιη&§εδ ηιρίυΓοιίδ-
δίεερ, ρΓεΐΐγ ΕκΙγ, ά εουρίε οΓ γε&Γδ.
δίεερ, ρΓεΐΐγ 1&0γ, ίίιε λυογΜ ηνναίίδ ιίειγ \νίίίι γου;
ΟΜίδίι ειηιΐ §οΜεη, ίίιε δίεπεΐετ γουη§ ιηοοη.
Ο ταπί ίίιε Γοηά ιΙιιΛηεδδ ϊΐδ ιηγδίίε&Ι νναγ ννίΐΐι γου;
Μοπιίη§ ΓοίυΓηδ ίο υδ ενοΓ ίοο δοοη.
Κοδοδ υηίοΐά, ίη ίΙιεΪΓ Ιονεΐίηεδδ, &11 £ογ γου;
130
Νανούρισμα
Κοιμήσου, όμορφη κυρά, σ’ αγκαλιάζει η νυχτιά-
Έτσι ξέγνοιαστη και παρασυρμένη σε ρεύματα κρυσταλλικά.
Στ’ αρώματά της τυλιγμένη, σ’ υπερασπίζεται η σκοτεινιά-
Στων ονείρων σου το δρόμο, τις γωνιές στολίζει η αστροφεγγιά.
Χοροί χελιδονιών, ερωτικοί σιωπηρά-
Ευλογημένα ήσυχο, το σάλπισμα της μέρας.
Ας είναι όλες τις ώρες τις γλυκές της μέρας, τα οράματά σου
θελκτικά--
Κοιμήσου, όμορφη κυρά, όσο μπορείς.
Κοιμήσου, όμορφη κυρά, γαλήνια θάναι η νύχτα για σε-
Ασημοστόλιστη και σιωπηρή, να ησυχάζεις σε κοιτά.
Κάθε ασήμαντη αύρα, στη ζέση της για σε
Μελωδίες αρχαίες κι ευλογημένες τραγουδά.
Μεσάνυχτα μας γραπώνει η ευτυχία, ειλικρινά-
Θαμπό είναι με μιας άλλης μέρας τα δάκρυα, το πρωινό .
Σε μαγευτικές αναπαραστάσεις τον εαυτό σου πρόσφερε γλυκά --
Κοιμήσου, όμορφη κυρά, ένα χρόνο-δυο.
Κοιμήσου, όμορφη κυρά, ο κόσμος περιμένει τη μέρα με σένα-
Χρυσό και κοριτσίστικο φεγγάρι, το λιγοστό και νεαρό.
Τους μυστικούς του δρόμους παραχωρεί το τρυφερό σκοτάδι με
σένα-
Συχνά πάντα επιστρέφει σε μας το πρωινό.
Τα τριαντάφυλλα ξεδιπλώνουν, όλα για σένα, τη δική τους
ομορφιά-
131
Β1θ830Π1 ΐ1ΐ6 1ί1ΐ68 ίΟΓ Μρε θί γΟΙΙΓ §1&Π06.
\¥1ιεη γοιΓτε α\να1<ε, αΐΐ ΐΗε ιηεη §ο ίΐηά ΜΙ £ογ γοιι-
δίοορ, ρτεΙΙγ Ιίΐάγ, ίΐηά §ίνε πιε ά εΐΐϊΐηεε.
132
Οι κρίνοι για την ελπίδα ανθίζουν του βλέμματός σας.
Κοιμήσου, και μια ευκαιρία δώσε μου, όμορφη κυρά--
Άγρυπνη σαν είστε, οι άντρες όλοι θυσιάζονται για σας
133
Ι('\νίΙά την ΐ>Γβα8ί αηά χοΓβ την ρήάβ,
I Ιια.'ίΙί ίη άτβαιηα ο/ Ηΐύαίάε;
Ι/εοοΙ την Ηβαπ αηά Ηίφ πιγ Ηεαά,
I άϊιηΐί, Ίίονν ΙιιαΙίν ανβ Οιβ άβαά! ’
Αν το στήθος μου αγριέψεις και την περηφάνια μου
πληγώσεις,
Σε όνειρα αυτοκτονικά θα κρυφτώ-
Αν την καρδιά μου ημερέψεις και το κεφάλι μου
ψηλώσεις,
77 όσο τυχεροί είναι οι νεκροί!’, θα συλλογιστώ.
ΡΑΚΤΙΕ8: Αη Ηγιηη ΟΓΗαίε
I β&ίε ΡαΓίίεδ;
Τΐιεγ Ρπη§ ουί ΐΐιε \νοΓ8ί ίη πιε.
ΤΙιεΓε Ϊ8 ΐΗε Νονεΐίγ ΑΓίαίτ,
Οΐνεη βγ βίε ννοηΐίΐη
\ΥΗο Ϊ8 αννίΐιΐΐγ εΙενεΓ αί ΐΗειΙ δοιΐ οΓ Ιΐιίη§.
ΕνεΓγΙχκΙγ ιηυδί εοιηε ίη ίαηεγ άΐΌδδ;
Τΐιεγ &Γε αίνναγδ εΐενεη ΟΜ-Ρ&δίιίοηεά ΟΜδ,
ΑικΙ ίοιίΓίεεη Ηα\ναϋ&η «εηΐίειηεη
\νε&πη§ ΐΗε η&ΐίνε εοδίυπιε
ΟΠαδί δε&δοη’δ ίεηηίδ εΐοΐίιεδ, ν/ίΐΐι α χνΓεαίίι &γοιπκ1 ΐΗε
ηεεΡ.
ΤΙιε Ροδίεδδ ίηίπχΐιιεεδ α δεπεδ οί εΐεαη, ίιοηιε §αιηε8:
ΕιιεΗ ρ&ΓΐίείριιηΙ ϊδ §ίνεη α &ίτ εΗίΐηεε
Το §πεδδ ΐΗε παιπΕετ οΓδεεάδ ίη ά ευευιπΕεΓ,
Ογ ιΗγοικΙ α ηεεάΐε α§αίηδί ΐίηιε,
Ογ δεε ίιο\ν ηηιηγ ηιιηιεδ οΓλνίΐά βο\νεΓ8 Ιιε 1<ηο\ν$.
Ιεε εΓε&ηι ίη ίπεΡ Εοπη&ίίοηδ,
ΑικΙ ριιηεΐι ΙίΕε νόΐδίε&ά ηδεά ΐο ιη&Ρε
Βιιογ ηρ ΐίιε ρΙ&γεΓδ 3.(Τε γ ΐίιε ηιεηΐιιΐ δίταίη.
Υοη Η&νε ΐο ίεΐΐ ΐίιε Ηοδίεδδ ΐΤιειΐ ίί’δ α ποί,
ΑηιΙ δΤιε δ&γδ δΗε’11 ]ιΐδί (Ιιε ϊί γοη άοη’ί εοιηε ίο ΤιεΓ ηεχί
ρ&Γίγ-
ΙΓ οηΐγ ά §ιι&Γαηίεε \νεηί \νίίίι ΐΗ&ΐ!
Τΐιεη ίίιεΓε ίδ ΐίιε Βπά§ε Ρεδίίναΐ.
136
Παρέες: ένας ύμνος στο μίσος
Τις παρέες μισώ-
Φανερώνουν το χειρότερο σε μένα
Υπάρχει ο νεοτερισμός στην υπόθεση
Δοσμένος από τη γυναίκα
Που εξαιρετικά έξυπνη είναι σε αυτά το είδος υπόθεσης.
Καθένας, μ’ ένδυμα στολισμένο οφείλει νάρχεται-
Είναι πάντα έντεκα παλιομοδίτικα κορίτσια,
Και 14 Χαβανέζοι κύριοι
Φορώντας το ντόπιο κοστούμι
Της περασμένης περιόδου ρούχα για το τέννις, με γιρλάντα στο λαιμό
γύρω.
Η οικοδέσποινα προτείνει μια σειρά καθαρών, σπιτικών παιχνιδιών:
Σε κάθε συμμετέχοντα δίνεται μια δίκαιη ευκαιρία
Το πλήθος να μαντέψει των σπόρων σε ένα αγγούρι,
Ή μια βελόνα να σκορπίσει ενάντια στο χρόνο,
Ή πόσα πολλά ονόματα αγριολούλουδων γνωρίζει, να δει.
Παγωτό σε κολπατζίδικους σχηματισμούς,
Και γροθιά όπως ο νοίδίοοά συνήθιζε να δίνει
Τους παίκτες αναθαρρεύουν μετά το πνευματικό τους κόπο.
Θα πρέπει στην οικοδέσποινα να πεις πως για επανάσταση πρόκειται,
Κι αυτή πως θα πεθάνει λέει αν στην παρέα δεν πρόκειται νάρθεις-
Εάν μόνο μια εγγύηση πήγαινε μ’ αυτό!
Έπειτα υπάρχει το Βπάρβ ΡοδΙιναΙ.
137
ΤΙιε χνίηηεΓ ίδ α\ναπΙε(1 ηη ιΐΓίδ-ϊΐηά-επιΓίδ ΗεεΐΓΐΗ-1^η_ΐί>Η,
Αηά &11 ΐΗε τεδΐ §εί §&Γΐηη<1δ οΓΗοίΗουδο Γ&δρβεπίεδ.
Υοιι ειιΐ £ογ ρηιΐηεΓδ
Αηά ίΐπ,ινν ίίιε ιηιιη ννΐιο \νΓθίο ΐΗε §&ηιε.
Ηε χνοη’ί Ιεί 6γ§οηεδ βε βγ^οηεδ;
ΑΓίετ είΐοΐι Ηιιηίΐ
Ηε δΐ&Γΐδ §εΐΐίη§ ρεΓδοη&Ι αβοηί γοιίΓ ηιοίίνεδ ίη 1ε&(ϋη§
εΙιΛδ,
Αηά οηε ννοΜ ίτεςηεηΐΐγ Ιεηάδ ίο ιιηοΐΐιεΓ.
Αί ΐΗε ηεχί ίαΜε
Υοιι Ηηνε οηε οΓ ΐΗοδε ριηΐηεΓδ
\¥Ηο δ&γδ ίί ίδ ηοί!ιίη§ ΗιιΙ η §αιηε, ειΓίετ 3.11.
Ηε ίπιηιρδ γοιίΓ ιιεε
Αηά ίπεδ ΐο 1ιιιι§Η ΐί οΓΓ.
Αηά γεί ΐΗεγ δΗοοΐ ηιεη ΠΗε Ε1\νε11.
ΤΙιεΓε ίδ ΐΗε ϋαγ ίη ίίιε Οοηηίτγ;
Ιΐ δεεηΐδ ηιοΓε ΙίΕε η \νεεΕ.
Α11 ίίιε εοηίεδίαηίδ ιηε \νεά§εά ίηίο ίΐιιΐοηιοίτίΐεδ,
Αηά γοη ιηε αΐΐοίίεά ίίιε δριιεε βείχνεεη ί\νο Ι&άίεδ
\\Πιο εΐοδε ίη οη γοη.
138
Ο νικητής βραβεύεται με μια βούρτσα χειροποίητη,
Κι οι υπόλοιποι όλοι παίρνουν γιρλάντες με σμέουρα από
θερμοκήπιο.
Που έκοψες για τους συντρόφους
Και τον άντρα που έγραψε το παιχνίδι ζωγράφισε.
Το παλιομοδίτικο δεν θ’ αφήσει να είναι παλιομοδίτικο-
Μετά κάθε χέρι
Ξεκινά να παίρνει προσωπικά τα κίνητρά σας στο να ηγείστε στις
λέσχες,
Και η μια λέξη συχνά οδηγεί στην άλλη.
Στο διπλανό τραπέζι
Έχεις ένα από εκείνους τους συντρόφους
Που λέει δεν είναι τίποτε παρά ένα παιχνίδι, μετά από όλα αυτά.
Παίζει ατού τον άσσο σας
Και προσπαθεί να ξεφύγει γυρίζοντάς το στην πλάκα.
Κι ακόμη τουφεκίζουν ανθρώπους όπως ο ΕΙννβΙΙ.
Υπάρχει η Μέρα στην Εξοχή-
Μοιάζει περισσότερο σαν μια βδομάδα.
Όλοι οι διαγωνιζόμενοι είναι κλεισμένοι σε αυτοκίνητα
Και σας έχει παραχωρηθεί ο χώρος ανάμεσα σε δυο κυρίες
Που σας πλησιάζουν.
139
Τβε ρ&Γΐγ §είδ ά ηίεε εατί γ δί&Γί,
Βεεαηδε ενεΓγβοάγ νναηίδ ίο ηΐ£ΐ1<ε ά 1οη§ άαγ οΓ ΐί-
ΤΙιε §εί ΐΗείτ \νΐδβ.
ΕνεΓγοηε εοηΐΓΪΐ>ιαΐε8 α βαδΕεί οΓ ΙιιηεΗ;
Εαεβ ρεκοη β&δ ϊΐ &11 β§ιΐΓεά οαί
Τβαί ηο οηε είδε \νί11 ΐΗί η!< οίβπη§ΐη§ βηΜ-βοίΙειΙ ε§§δ.
ΤΗ επί ΐδ ίηΐεηδίνε ρίε1<ίη§ οΓάο§\νοο<1,
Αηά ηο οηε ίδ ςυΐίε δηΓε \νΗαΙ ροϊδοη ϊνγ ίδ 1 ϊ 1<ε;
ΤΙιεγ βικί οηί ίβε ηεχΐ ίίαγ.
Τβίη§δ δΐηΓΐ οίΤ \νΐίβ ά ηΐδβ.
ΕνεΓγβοάγ ]οίηδ ίη ίβε οΐά δοη§δ,
Αηά ροίηΐδ οηΐ είοιηί εΠ'εείδ,
Αηβ ρηίδ ίη ά §οοά ννοΜ £ογ ίβε οοΙογ οί ίβε §Γ&δδ.
Βηί ειΓΐετ ίβε βΓδί ββγ ιηίΙεδ,
ΝηίηΓε άοεδη’ί §ο ονεΓ δο βΐ§,
Αηβ δίη§ίη§ βε1οη§8 ίο ίβε Ιοδί ίηΐδ.
ΤβεΓε ΐδ & δ1ί§Ηΐ δρυΛ οη ίβε βοιηεδίΓείεβ,
Αηβ ενεΓγοηε εχείειίητδ ονεΓ βο\ν βε&ηΐίΓηΙ ίβε β§βίδ οΓ
ίβε εΐίγ ΙοοΕ
Γ11 δ&γ ίβεγ άο.
Αηά ίβεΓε ΐδ ίβε ίηίοηηϊΐΐ Ιΐίίΐε ϋΐηηεΓ Ρ&Γίγ;
Τβε Ιοννεδί ίοηη οΓίαΕΐη§ ηοηπδβιηεηί.
140
Το πάρτυ γίνεται μια ωραία πρώιμη αρχή,
Διότι καθένας θέλει να έχει μια μακριά μέρα όπως αυτή-
Να πραγματοποιήσει την επιθυμία τους.
Καθένας συνεισφέρει ένα καλάθι με γεύμα-
Κάθε άτομο τάχει όλα λυμένα
Έτσι που κανένας άλλος δε θα σκεφτεί να φέρει βραστά αυγά.
Σοδιάζουν την κρανιά εντατικά,
Και κανείς, με τι μοιάζει το δηλητήριο του κισσού, δεν είναι
σίγουρος αρκετά-
Το εξακριβώνουν την επομένη.
Τα πράγματα ξεκινούν με κάποια βιασύνη.
Όλοι ενώνονται σε παλιά τραγούδια,
Και τονίζουν τα νάζια των νεφών,
Και μια καλή κουβέντα παρεμβάλλει για το χρώμα του χόρτου.
Μα έπειτα απ’ τα πρώτα πενήντα μίλια,
Η φύση δε μεγαλώνει περισσότερο τόσο πολύ,
Και το τραγούδι ανήκει στις χαμένες τέχνες.
Μια ασήμαντη υπάρχει έξαρση στη τελική ευθεία,
Κι ο καθένας αναφωνεί πόσο όμορφα τα φώτα της πόλης
φαίνονται-Θα έλεγα πως ναι.
Κι υπάρχει κι η άτυπη μικρή Συντροφιά του Δείπνου-
Ο ελάχιστος τρόπος να λάβεις τροφή.
141
ΤΙιε ιτηιη οη γοηΓ ΙεΓί (1πι\ν8 (ίί&§Γ£ΐιτΐ8 \νϊΐ!ι α ΓοΗ<,
Ι11ηδίΓ&ίίη§ ίΗε ν,'ίΐγ Ηε ίδ §οίη§ ίο Ηιινο ά ηενν δηη-ρ&ήοηΓ
ΐ)ΐιΐ1ί οη;
Αηά ίΗε οηο οη γοηΓ π§1ιί
Εχρίηίηδ 1ιο\ν δοοη Ιπΐδίηεδδ εοηάίίίοηδ \νί11 βείίεΓ, ίΐηά
\νΗγ.
\νΐιοη ίΗε ηιοΓΟ ιη&ίεπ&Ι ρ&Γΐ οΓ ίΗε ενοηίη§ ίδ ονεη
Υοη Η&νε γοηΓ εΗοΐεε οΓ 1ίδίοηίη§ ΐο ίΗε Ηαιτγ ΕαηάεΓ
τεοοπίδ,
Ογ ίιηνΐη§ ίίιο ίιοδίοδδ ίιεηι γοη ίη
Αηά δΗοΆ' γοη ίΗε δηϊψδΗοΙδ οΓ ίΗε ΙχΛγ ΐΗεγ Ιοο1< Ιίΐδΐ
δηιηηιεΓ.
Ιηδί βείοΓε γοη ΙοτεπΕ α\νηγ,
Υοη ιηηίίεΓ δθΐηεΐίιίη§ ίο ίΗε Ηοδΐ ίΐηίΐ Ηοδΐεδδ
Αβοηί δοιηείΐηιε δοοη γοη ηιηδί Ηίΐνε ίΗεηι ονεΓ-
ΟνοΓ γοηΓ ίΐείκΐ βοάγ.
I ίιηίε Ρ&Γίΐεδ;
Τΐιεγ βπη§ οηί ίίιο \νοΓδί ίη ιηο.
142
Ο άντρας στ’ αριστερά σου μ’ ένα πιρούνι διαγράμματα ζωγραφίζει,
Διαφωτίζοντας τον τρόπο που πρόκειται ένα ηλιόλουστο σαλόνι να
χτίσει-
Κι ο άλλος δεξιά σου
Πως και γιατί, σύντομα οι επιχειρηματικές συνθήκες θα βελτιωθούν
εξηγεί.
Καθώς το πιο ουσιαστικό μέρος της εσπέρας τελειώνει,
Την ευκαιρία θάχετε ν’ ακούσετε τις εγγραφές του Ηαπγ Ιαυδοτ,
Ή θα έχετε την οικοδέσποινα να ξεροβήχει
Και να σας δείχνει τα στιγμιότυπα του μωρού που πήραν το
περασμένο καλοκαίρι.
Ακριβώς πριν δραπετεύσετε,
Στον οικοδεσπότη και την οικοδέσποινα μουρμουρίζετε κάτι
Περίπου πως κάποια στιγμή σύντομα θα πρέπει να τους έχετε πάνω-
Πάνω από το νεκρό σας σώμα.
Μισώ τα πάρτι-
Βγάζουν το χειρότερο από μένα.
143
Επίλογος
«Το χάρισμά της να ακούει τους άλλους
Την κάνει αόρατη, μερικές φορές.»
ΟοπΊίηίηυβ όβ 8βίη( Ρθγπ
για την ΩοΓοϋιγ ΡβγΚθγ
Κάποιες φορές, έχει ενδιαφέρον να ξεκινάς ανάποδα πηγαίνοντας
προς την αρχή. Είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργώ κι εδώ θέλω να
δικαιολογηθώ.
Καταπιάστηκα να διαβάζω ποιήματα της Ντόροθι Πάρκερ, έχοντας
ελάχιστες και, κυρίως, αποσπασματικές πληροφορίες γι αυτήν, από το
διαδίκτυο. Διάβασα, εντυπωσιάστηκα και μού αρκούσε για να συνεχίσω
μαζί της, πώς, πεθαίνοντας, άφησε όλα τα λογοτεχνικά-πνευματικά
της δικαιώματα στον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ. Πάντα γυρεύω κάτι να με
ενθουσιάσει για να συνεχίσω. Κι αυτό δεν θα μπορούσε να είναι οι απλές
αναφορές όπως: διαδοχικοί θάνατοι στιγμάτισαν την..., συνεργάστηκε
με περιοδικά όπως..., γνώρισε τους....
Ποια ήταν λοιπόν αυτή η μικρόσωμη λευκή κυρία που κληροδότησε
τα δικαιώματα του έργου της στον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ;
Διάβασα μεταφράζοντας αρκετά από τα ποιήματά της, ώστε
κάποια στιγμή, να μου γεννηθεί η ανάγκη να γνωρίσω τις αφορμές
τους, τον προσωπικό, ιδιαίτερο καμβά από όπου αυτά γεννήθηκαν.
Τότε πλέον, μού ανοίχτηκε η εικόνα της ευθραυστότητας, του
άγριου (επιτρέψτε μου) σαρκασμού της και οι αιτίες τους.
22 Αυγούστου 1893: το βράδυ εκείνης της ημέρας, η Ελίζα Ρότσιλντ
σε ηλικία σαράντα δύο ετών, φέρνει στον κόσμο την Ντόροθι, το τέταρτο
παιδί της οικογένειας, στο εξοχικό τους.
Έξω, η βροχή έπεφτε ραγδαία.
145
20 Ιουλίου 1899: η μητέρα της Ντόροθι πεθαίνει από πρόωρη
εξασθένηση· οι αρτηρίες της είχαν καταστραφεί από τις πολλές
εγκυμοσύνες. «Η μητέρα σου πήγε στον άλλο κόσμο. Όμως θα την
ξαναδείς. Θα σε περιμένει εκεί κάτω.», ακούει τη φωνή μιας κυρίας να
της λέει. Η Πάρκερ αποκτά την εικόνα της εγκατάλειψης από τη μητέρα
και της αναμονής μιας συνάντησης, που κανείς δε θα μπορούσε
να βεβαιώσει τα επόμενα χρόνια.
Επιπλέον, με την εξαγγελία των αιτίων, βαρύνεται με την ευθύνη του
θανάτου της.
Δεν ήταν ακόμη πέντε ετών.
Την ημέρα της κηδείας της μητέρας της, η βροχή έπεφτε ραγδαία.
Ο Χένρυ Ρότσιλντ, πατέρας της Ντόροθι, παντρεύεται σύντομα την
Ελεάνορ. Η Ντόροθι μισεί και περιφρονεί τη μητριά. Το ίδιο και τον
πατέρα της, «διαβάζοντας» πάνω του την κοινωνική συμβατικότητα,
ανειλικρίνεια κι υποκρισία προκειμένου να κερδίσει τις εντυπώσεις που
θα τον εξυπηρετούσαν στη δουλειά του.
Στρέφεται πρώτα εναντίον της μητριάς, κι εύχεται τον θάνατό της. Εκείνη
πεθαίνει από εγκεφαλική αιμορραγία τον Απρίλη του 1903. Η Ντόροθι,
σίγουρη ότι έγινε η αιτία ενός δεύτερου θανάτου, μαρμαρώνει.
Είναι δέκα ετών.
Στρέφεται εναντίον και του πατέρα. Το ατίθασο ήδη μυαλό της, αρνείται
να συμβιβαστεί και να δεχτεί τις διδαχές και τη λειτουργία του σχολείου
των Καλογραιών όπου στάλθηκε να παρακολουθήσει. Φεύγει.
2 Απριλίου 1917. Ο πρόεδρος Ουίλσον κηρύσσει τον πόλεμο στη
Γερμανία.
Μόλις 24 ετών τότε, η Ντόροθι Πάρκερ κουβαλώντας, ως υπόθεση
έστω, το φορτίο της ευθύνης δύο θανάτων, τον φόβο της εγκατάλειψης,
την περιφρόνηση εξ αιτίας επιλογών και στάσης του προς τους εργάτες
τού εργοστασίου του, προς τον πατέρα που τόσο θαύμασε σαν παιδί,
έχει ανοιχτεί στον κόσμο της δημοσιογραφίας και της λογοτεχνίας.
Ασκεί και εξασκεί τη γλώσσα της τής ειρωνείας, ψάχνοντας, δίχως
εμπιστοσύνη, την αγάπη και την αποδοχή, την σταθερότητα και την
ειλικρίνεια στις σχέσεις της, ανισορροπώντας ανάμεσα στην επιθυμία
και την ανάγκη.
146
Ανοίγει μάτια κι αφτιά με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο, σε ανθρώπους
και γεγονότα της εποχής, επιμένοντας κι υποστηρίζοντας τις αξίες στις
οποίες πίστεψε, με οποιοδήποτε κόστος το οποίο δεν μπορούσε, ή δεν
επεδίωκε, να υπολογίσει εξ αρχής.
Γνώρισε κι αναγνωρίστηκε από πλήθος δημοσιογράφων, λογοτεχνών
και καλλιτεχνών σε Αμερική και Ευρώπη. Ιδιαίτερα φαίνεται εκτίμησε
τον Έρνεστ Χεμινγουέι. Η γνώμη του για την ίδια βάρυνε ξεχωριστά
στη συνείδησή της ως το τέλος της ζωής της. “Εκείνος ο άνθρωπος
είναι αυτό που δεν είμαι εγώ: ένας ακέραιος χαρακτήρας.” Ωστόσο, το
1926, όταν η Πάρκερ έρχεται αντιμέτωπη με την εικόνα των πόλεων,
τις συνήθειες και την ηθικολογία των Ισπανών, δεν διστάζει να
επικρίνει την Ισπανία του Χεμ., κι εκείνος, θιγμένος, περνάει στο
στρατόπεδο των εχθρών της. Η Π. βρέθηκε ξανά στην Ευρώπη το
1929 και 1930 καλεσμένη φίλων της. Καθώς και τον Αύγουστο του
1937 μετά από παραίνεση του X. προς τους αμερικανούς σε βοήθεια
στους Ισπανούς δημοκράτες στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Το
Νοέμβρη του 1937, η Πάρκερ βρίσκεται στη Βαλένθια, μάρτυρας
βομβαρδισμών κι επιθέσεων και αναθεωρεί την εικόνα της για τους
Ισπανούς. Στηρίζει τον αγώνα τους με ανταποκρίσεις σε αμερικανικά
περιοδικά της εποχής όπως το Νονν Μ333Θ3.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Στρογγυλής Τράπεζας του Αλγκονκέν. Τον
Ιούνιο του 1937 εκλέγεται στο νέο ΔΣ της Ένωσης Σεναριογράφων
μαζί με τους Ντ. Όγκντεν Στιούαρτ, Ντάσιελ Χάμετ, Λίλιαν Χέλμαν. Εξ
αιτίας των πολιτικών της δραστηριοτήτων, διώκεται και συγκαταλέγεται
στη Μαύρη Λίστα του Μακάρθυ χάνοντας, όπως και άλλοι, αίγλη και
θέσεις εργασίας. Όταν κλήθηκε σε απολογία το 1955, επικαλέστηκε την
Πέμπτη Τροπολογία του Συντάγματος. Αφέθηκε ελεύθερη, δίχως όμως
να πάψει η παρακολούθηση και οι επιπτώσεις από τις επιλογές της. Πριν
από αυτά, το 1927, πρωτοστατεί στην υπόθεση Σάκο και Βανσέτι.
Η πιο μακρόχρονη σχέση της ήταν η φιλία της με τον Μπέντσλεϊ.
Δύο γάμοι (ο ένας δυο φορές), τέσσερεις απόπειρες αυτοκτονίας, δύο
αποτυχημένες εγκυμοσύνες.
Η μικρόσωμη, λευκή κυρία πεθαίνει από καρδιακή προσβολή στις 7
Ιουνίου 1967, 73 ετών, στην «αγκαλιά» του φτηνού ξενοδοχείου Βόλνεϊ
της Νέας Υόρκης, ακολουθώντας την εικόνα των ηρωίδων της
που τόσο φοβήθηκε πώς θα υιοθετούσε.
147
Είναι κρίμα που η Ντόροθι Πάρκερ, παρά την διεκδίκηση του
αντικομφορμισμού στη στάση της, τη θέση της ενάντια στην αδικία, τις
πρωτοποριακές ιδέες της για τη θέση των γυναικών, κ. ά., δεν
μπόρεσε να διακρίνει πως, τόσο η σταθερότητα που ποθούσε, όσο και η
απιστία που την πλήγωνε, είναι δυο ισοδύναμα αναγκαίες ροές της
πολυσύνθετης ανθρώπινης φύσης και που το ίδιο το κοινωνικό σύστημα
που αντιτάχτηκε, τις φέρνει αντιμέτωπες προς ιδίαν χρήση.
Θα μπορούσε ίσως τότε, συγχωρώντας, να κατασιγάσει την τάση της
για αυτοκαταστροφή από περιφρόνηση στον εαυτό της για τις αποτυχίες
του, και την υπερβολική απαίτηση από τον «Άλλον».
Η θέση κι η συμβολή της Ντόροθυ Πάρκερ στα κοινωνικά, αλλά και η
προσωπικότητά της όπως εμφανίζεται στα ποιήματά της, ήταν οι
παράγοντες που με συγκίνησαν και με έδεσαν με το δικό της, ανάμεσα σε
άλλων, έργο, θερμά, δημιουργικά και με ξεχωριστή περιέργεια και χαρά
ανάγνωσης και απόδοσής του.
Οι αναφορές στο πρόσωπό της μέσα από ανθρώπους που
συναναστράφηκε, δεικνύουν στοιχεία που γίνονται φανερά και στην
ποίησή της. Σαρκαστική, με ιδιαίτερη αίσθηση χιούμορ, ρομαντική,
πολιτικοποιημένη, μαχητική, ανεξάρτητη, σπαρακτική, τρυφερή.
Οι μεταφράσεις των ποιημάτων της Ντόροθυ Πάρκερ, λειτούργησαν, σε
συνθήκες προσωπικής εγκατάλειψης, σαν οι μικροί στέρεοι βράχοι που
πατάς για να βγαίνεις απέναντι, κόντρα στο ρεύμα ενός ποταμού που σε
παρασύρει. Και το πέτυχαν.
Ανέσυραν και διατήρησαν τη σταθερή αναφορά και κανονικότητα που
είχε ανάγκη η σκέψη μου για ένα μεγάλο διάστημα.
Τα ποιήματα επιλέχτηκαν με τυχαία σειρά και με την ίδια μεταφράστηκαν.
Εδώ, στην ανανεωμένη ανατύπωσή τους, δέθηκαν σε μια ακολουθία έξι
ενοτήτων, που συνιστά ένα είδος θεατρικού ποιητικού μονολόγου. Αυτόν
το μονόλογο, η φαντασία της μεταφράστριας θέλησε να τον “δει” να
διαβάζεται από τις αγαπημένες της ηθοποιούς: Μαριέτα Ριάλδη και Έλλη
Λαμπέτη, με τις σιωπές και τις εντάσεις των σωμάτων και των βλεμμάτων
τους, που, πιστεύει, “δένουν” με το ύφος της Πάρκερ.
Αθήνα, 2017 Ασημίνα Λαμπράκου
148
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Φίλους στην μεταφραστική προσπάθεια, είχα τα λεξικά: Νέον
Αγγλοελληνικό, Ελληνικο-αγγλικό λεξικό, Γ. Κάλφογλου - \Λ/ΜΙ. ΟπρίτΙοη,
εκδ. Κακουλίδη και ΜΟ ΡοΙγΙθχίοοπ από ΕΙ) την Ενα ϋίοδ στην επιμέλεια
της μετάφρασης και τη Γεωργία Νάνα στις συζητήσεις μας.
Τα ποιήματα: Α Ρθίήγ 5αά ΤβΙβ και Οίσητητα, επιμελήθηκε για το ΟίιπΑτί
ο Γιώργος Τσακνιάς τον οποίο ευχαριστώ θερμά για τη συνεργασία και
τη μεταφορά της πείρας του.
Στοιχεία της βιογραφίας κι εργογραφίας της ΟοτοΙίτγ ΡατΙ<θΓ, αντλήθηκαν
από τα βιβλία: Οοτοί/τχ Ρθλ/τθλΤΛθ ΟοΙΙβοίβά Οοτοί/τχ Ρατλοτ, Ρθηρυίη
ΒοοΙ<5 - Μοάθτπ ΟΙαδδίοδ, ΝΤΟΡΟΘΙ ΠΑΡΚΕΡ Οοιπίπίςυθ άθ δαίπΐ
Ρθγπ, εκδ. «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» - Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ και το διαδίκτυο στα δίΐθδ:
Ροθγπ ΗυπΙθτ και ΡοοΙτγ ΡουπάαΙίοπ
Ποιήματα της συλλογής, φιλοξενήθηκαν στα ηλεκτρονικά περιοδικά:
“Βΐαχΐβδ”, “Φτερά της Χήνας” και “ΟίιπΑτΙ”.
149
150
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
9-
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
45
48
49
50
51
50
51
Πρόλογος
ΡθγΙ Οηο
Πρώτη ενότητα
Ιονο δοπρ
Τραγούδι αγάπης
Οηβ ΡβιΤβοΙ Πθ5β
Ένα Τέλειο Ρόδο
ϋίΙβΓηπτα
Δίλημμα
Α ΡαίτΙγ 530 Τ3ΐβ
Μια αρκετά θλιβερή ιστορία
Ιθάγ’δ Κθ\Λ/3Γ0
Η ανταμοιβή της κυρίας
Μίάπίρίιί
Μεσάνυχτα
ΤίΐΓθποάγ
Μοιρολόι
Βυ( Νοί ΡοτροΙίθπ
Αλλά όχι ξεχασμένη
ΝοοΙυτπθ
Νυχτερινό
Α 0ΓΘ3ΓΤ1 1_ίθ3 0θ30
Ένα όνειρο κείται νεκρό
Α ΟθΓΐθίπ Ιβάγ
Κάποια κυρία
ΤΓ3Π3ίΙίθΠ
Μετάβαση
I 5ίΐ3ΐΙ Οογπθ Β3θΡ
Θα επιστρέφω
I Κπονν I Ηβνθ Βθθπ Η3ρρίθ3(
Το ξέρω έχω υπάρξει πιο ευτυχισμένη
δοηηθΙ Ροτ ΤΗθ Επά Οί Α 5θςυθΠ0θ
Σονέτο για το τέλος μιας αλληλουχίας
δίΐΟΓί ΡΟΘΓΠ3 (Ρ3ΓΙ 1\Νθ)
Μικρά ποιήματα (Δεύτερη ενότητα)
ίί((Ιθ \Λ/οτά3
Πολύ λίγες λέξεις
Τίτο δθ3Γθίΐθά δουί
Η ψυχή που ψάχτηκε
Τίτο 5θ3
ΡΙ θάλασσα
153
52
53
52
53
52
53
54
55
54
55
56
57
58
59
58
59
60
61
60
61
62
63
62
63
62
63
64
65
64
65
64
65
66
67
66
67
68
69
68
69
ΗθβΙθά
Θεραπευμένη
5\λ/θθ( νίοίθΐδ
Γλυκές βιολέτες
δοοίθΙ Νο(θ
Κοινωνικό σχόλιο
Α Ν/θτγ δΗοτΙ δοηρ
Ένα πολύ μικρό τραγούδι
Οοτηητθπΐ
Σχόλιο
ΘΠθττγ ννίτίίθ
Λευκό κεράσι
Θίδίθηοθ
Απόσταση
Ροτ 3 53(1 Ι30γ
Για μια θλιμμένη κυρία
ΡθΠθΙορθ
Πηνελόπη
Κθδυιπέ
Απολογισμός
ΤΗθ ΤΗίη Εάρθ
Το λεπτό άκρο
ΡτορίτβΙίο δουΙ
Προφητική ψυχή
ΤΗουηΗί Οί Α δυπείτίηθ Μοτπίπρ
Σκέψη ενός ηλιόλουστου πρωινού
ΡΠ50ΠΘΓ
Φυλακισμένος
ΡτοΙοηυθ Το Α δβρβ
Πρόλογος σε ένα έπος
δίρίτΐ
Θέαμα
ΤΗθ ΑρρΙθ Ττθθ
Η μηλιά
ΤΗθ \Λ/ίΙΙονν
Η ιτιά
ννοτίΐε Οί Οοιπίοτί Το Βθ δοτβΙοΗθά Οη Α Μίττοτ
Λόγια παρηγοριάς για να σκαλιστούν στον καθρέφτη
ΤΗθ δτττθΙΙ Ηουτε
Οι μικρές ώρες
154
68
69
70
71
70
71
74
75
76
77
78
79
80
81
82
83
84
85
86
87
90
91
92
93
98
99
102
103
104
105
106
107
108
109
112
113
Κίτγτηο Α93ίη5( Ιίνίης
Ομοιοκαταληξία απέναντι στον τρόπο ζωής
Τίΐθ ΙθθΙ
Ο πιστός
ΟίΊβτΙθεΟίοΚβηδ
Κάρολος Ντίκενς
Ρ3Γΐ ΤΙττοβ
Τρίτη ενότητα
ΤίΊΘ Ρθά ϋΤΘ33
Το κόκκινο φόρεμα
Τίτο ννίτίβΙΙίηρ ΟίτΙ
Το κορίτσι που σφυρίζει
Τίτο Ρ3ί3θ Ρτίθηάβ
Οι ψεύτικοι φίλοι
ννίβάοητ
Σοφία
υΐίίτηβίυτη
Τ ελεσίγραφο
Ιηΐθτνίθνν
Συνέντευξη
0ίΊ3Π( Ροτ 03τΚ Ρίουτ3
Τραγούδι για ώρες μελαγχολικές
Οοάβ
Επίλογος
Τίτο Ρ333ΪΟΠ3ΪΘ Ρτθυάίβη Το Ηίδ ίονβ
Ο παθιασμένος Φροϋδικός στην αγάπη του
Ρ3Τί Ρουτ
Τέταρτη ενότητα
Ερίίβρίι Ροτ Α ΟβΓίίπρ Ι-3άγ
Επιτάφιος για μια αγαπημένη κυρία
Ρ3Τί Ρίνθ
Πέμπτη ενότητα
Τίτο Ηοτηβόοάγ
Ο σπιτόγατος
ΙηΙθτίοτ
Εσωτερικό
ΑΚοτηοοπ
Απόγευμα
Τίτο ίίΙΙΙθ ΟΙά ίβάγ
Η μικρόσωμη γριά κυρία
Αυρυβί
Αύγουστος
155
114
115
116
117
118
119
120
121
122
123
124
125
128
129
130
131
136
137
145
151
δοης ίη 3 Μιπογ Κθγ
Τραγούδι σε κλίμακα ελάσσονα
ΐ3Π(ΐ303ρβ
Τοπίο
Θθτάθη - 5ρο(
Σημείο κήπου
Τίτο ννΤιίΐβ Ι3άγ
Η λευκή κυρία
Ρΐ"3γθΓ ΡΟΓ Α ΡΓ3γθΓ
Παράκληση για κάποιον που προσεύχεται
Ρθίηγ Νίςίτί
Νύχτα βροχερή
Ερί(3ρίτ
Ταφικό επίγραμμα.
ΙυΙΙθόγ
Νανούρισμα
Ρ3Γ( 5ίχ
Έκτη ενότητα
Ρβιΐίθδ: Αη Ηγπιπ Οί Ηβίθ
Παρέες: ένας ύμνος στο μίσος
Επίλογος
Περιεχόμενα
156
τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ της ΝΤΟΡΟΘΥ ΠΑΡΚΕΡ
σε μετάφραση ΑΣΗΜΙΝΑΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΥ
σε ανανεωμένη και επαυξημένη
ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΑΝ
τον ΟΚΤΩΒΡΗ του 2017
στην ΑΘΗΝΑ
με τη φροντίδα της μεταφράστριας